Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Μια φήμη !!!

Και τι αξία έχει:

 «Που πιθανότατα δεν θα βαστάξει 
πάνω από μια ή δυο γενιές;» 
(Ουόλτερ Σκοτ)

 Διάβαζα το διήγημα «Γυναίκα αθέατη» του Αλμπέρτο Μοράβια που αναρτήθηκε στο timesnews.gr .
Και πρέπει να σημειώσω προκαταβολικά 
ότι ο Μοράβια ευνοήθηκε από την τύχη 
να δώσει, με ταλέντο βέβαια, ό,τι έτυχε να ζητάει το κοινό, η «αγορά» σε δεδομένη στιγμή. 

Κι αυτό το λέω διότι όπως είναι γνωστό υπάρχουν σπουδαίοι συγγραφείς που πετυχαίνουν το ραντεβού τους με το ευρύ κοινό πολύ καθυστερημένα ή ακόμη και όταν οι ίδιοι έχουν αποδημήσει.
 Κάποτε όμως ο Μοράβια σ’ ένα κείμενό του, απευθυνόμενος στον συμπατριώτη του ποιητή Εουτζένιο Μοντάλε, του έγραφε: «Αγαπητέ Μοντάλε, μου θέτουν ένα ερώτημα πονηρό: 
Ίσαμε ποιο σημείο σήμερα, ο συγγραφέας, γράφοντας ένα αφηγηματικό έργο, παρακινείται περισσότερο από την επιθυμία ν’ ανταποκριθεί σε ορισμένες απαιτήσεις της αγοράς, παρά από την ανάγκη να εκφραστεί αυτός ο ίδιος;;;» 
 Είναι ένα ερώτημα στο οποίο ο κάθε γραφιάς απαντάει όπως τον βολεύει. 
Κάνω αυτές τις σκέψεις επειδή μια μέρα παρακολούθησα στην ΕΤ2 την ενδιαφέρουσα εκπομπή για τα βιβλία και κάποιους νέους συγγραφείς, που είναι μια παραγωγή του Συνδέσμου Εκδοτών Βιβλιοπωλών και ακόμη λόγω της επικείμενης έκδοσης ενός βιβλίου μου για το οποίο εύλογα θα δεχόμουν το «πονηρό ερώτημα» που ανέφερε ο Μοράβια.
 Για τον εαυτό μου έχω την απάντηση αλλά δεν θα την αναφέρω τώρα. 
 Για να δούμε όμως τι «απάντησε» ο Μοντάλε σε όσα του έγραψε ο Μοράβια: 
«Δεν είναι συγγραφέας αληθινός αυτός που γράφει μονάχα για τον εαυτό του, ούτε λόγος, αλλά και δεν χρειάζεται να πιστεύουμε ότι μοναδικός σκοπός του συγγραφέα είναι να φτιάξει ένα pot boiler (αντικείμενο για εύκολη κατανάλωση)».
 Σκεφτόμουν κι έναν άλλο, εξίσου υπέροχο συγγραφέα, τον Ουόλτερ Σκοτ, που χανόταν στην καθημερινότητα της εποχής του, και απεικόνιζε μοναδικά σκηνές της λαϊκής ζωής με τις γυναικούλες, τα παιδιά, τους μικροαπατεώνες, και όλον εκείνο το συρφετό που έφτιαχνε μι κοινωνία κυριολεκτικά ελαττωματική. 
 Αν κρίνουμε και από τη ζωή του, μάλλον δεν τον απασχόλησε η δόξα. 
Κάποτε αναφέρει ένας φίλος του ότι συζητούσαν για τη φήμη που μπορεί ν’ αποκτήσει ένας συγγραφέας κι ο Σκοτ του απάντησε: «Και τι αξία έχει μια φήμη που πιθανότατα δεν θα βαστάξει πάνω από μια ή δυο γενιές;». 
Αυτή την κουβέντα αν είχαν υπόψη τους κάποιοι νεοέλληνες γραφιάδες θα πατούσαν γερά στα πόδια τους και δεν θα αναλώνονταν στις δημόσιες σχέσεις για να είναι συνεχώς στο προσκήνιο, μιλώντας για το βιβλίο ή τα βιβλία τους και τον ματαιόδοξο εαυτό τους.
 Διότι όπως έχει δείξει η ελληνική πραγματικότητα η φήμη είναι ένα άδειο σακί.
 Αν υπήρχε η αυτογνωσία δεν θα δημιουργούσαν τόσο θόρυβο!!
 Εδώ αξίζει να σκεφτούμε λίγο τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και να τον δούμε καθισμένο σε μια καρέκλα καφενείου της εποχής, άκρως συνεσταλμένο, με τα μάτια κατεβασμένα και τα χέρια διπλοκλειδωμένα. 
Ο Παύλος Νιρβάνας έχει περιγράψει εκείνες τις στιγμές και πόσο ανησυχούσε πριν διότι μέχρι τότε δεν υπήρχε φωτογραφία του μεγάλου Σκιαθίτη και ήθελε να τον φωτογραφίσει μη τυχόν και φύγει ξαφνικά για την άλλη ζωή και δεν θα είχαμε το πρόσωπό του. 
Ο αγνός εκείνος Αλέξανδρος δεν εννοούσε «να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα», δηλαδή ν’ αποτυπωθεί η ύπαρξή του σε μια φωτογραφία.
 Αξίζει να διαβάσουμε την περιγραφή του Νιρβάνα («Νέα Εστία» 1933): 
 Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. 
Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία.
 Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου.
 Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία. 
 Αλλά ό Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε.
 Γιατί;
 Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει – ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος – να μιλεί γαλλικά:
 Ακούσατε; 
Ερεθίζαμε την περιέργεια του… 
Κοινού! 
Ποιου Κοινού;
 Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος πού λιαζότανε στην άλλη γωνία του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. 
Αυτό ήταν το Κοινό, πού ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η «περιέργεια» του. 
Κι’ αυτή ήταν η διαπόμπευσή του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος… 
 Ας έχουν υπόψη τους τον Παπαδιαμάντη όλοι εκείνοι και εκείνες που κυνηγούν τη δόξα, υπακούοντας στις επιταγές της διαφημιστικής πρακτικής και πλασάρουν στο κοινό ό,τι και όσα δεν έχει ανάγκη κι ας τρέχουν οι διάφοροι κριτικοί να στοιχειοθετήσουν κανόνες και μύθους που δεν στέκουν.

 Πηγη: ΝΙΚΟΣ ΛΑΓΚΑΔΙΝΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου