Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Σκέψεις στους καιρούς :

Της πανδημίας

 Εκτός από τα άμεσα τραγικά αποτελέσματά της, 
 Η εν εξελίξει πανδημία του κορωνοϊού εγείρει πολλά και πολλαπλής φύσεως ερωτήματα και ζητήματα. 
Τα κράτη, οι κοινωνίες, οι άνθρωποι, εκτός από την αρρώστια και το θάνατο, βρίσκονται μπροστά σε οικονομικά , πολιτικά , ηθικά και υπαρξιακά ακόμα διλήμματα.
 
Κυριαρχεί η αγωνία για το ατομικό και συλλογικό παρόν και μέλλον και ο φόβος για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη είναι διάχυτος.
 Για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ένα καταστροφικό συμβάν, αν και εκδηλώνεται σχεδόν σε όλο τον πλανήτη, έχει τόπο ιδιαίτερης έντασης και την Ευρώπη – μια ήπειρο σχετικά θωρακισμένη υγειονομικά, στην οποία τίποτα, ώς πριν από λίγο καιρό, δεν προϊδέαζε για την επικίνδυνη κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα. 
 Οι καθημερινοί αριθμοί των θυμάτων του κορωνοϊού, και κυρίως των νεκρών, οι απόκοσμες εικόνες των έρημων πόλεων, οι σκηνές των στοιβαγμένων ασθενών στα νοσοκομεία, τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονται, ο φόβος και η αγωνία των ανθρώπων επαναφέρουν το απωθημένο σκοτεινό παρελθόν της ευρωπαϊκής ηπείρου.
 Ένα παρελθόν το οποίο, έως και περί τα μέσα του 20ού αιώνα, περιείχε τη φτώχεια, την πείνα, τους αιματηρούς πολέμους, τα εκατομμύρια των νεκρών από συνεχείς λοιμούς και επιδημίες. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ευρώπη κατόρθωσε σταδιακά να ξεφύγει από το παρελθόν της και να κατακτήσει ένα αδιανόητο πολιτικό, οικονομικό, μορφωτικό και υγειονομικό επίπεδο.
Οι επιδημίες μάλιστα, όπως και πολλές αρρώστιες, είχαν εξαφανιστεί, ενώ ακόμα και οι φυσικές καταστροφές εκδηλώνονταν στην περιφέρεια. 
Ο Ευρωπαίος έβλεπε από απόσταση και μόνο στα μέσα ενημέρωσης τις ανθρωπιστικές και υγειονομικές κρίσεις στα άλλα μέρη του πλανήτη. 
Αισθανόταν άτρωτος απέναντί τους.
 Η απειλή της αρρώστιας ή της οικονομικής στέρησης ήταν υπαρκτή αλλά εξατομικευμένη και δεν άλλαζε την εικόνα του Ευρωπαίου για τον εαυτό του. 
 Τώρα όμως, με την πανδημία του κορωνοϊού σε εξέλιξη, ο ευρωπαίος άνθρωπος, ευρισκόμενος σχεδόν σε σκηνικό ταινίας επιστημονικής φαντασίας, συναντά το παρελθόν του και νιώθει το εύθραυστο της ζωής, τη δύναμη του τυχαίου, τον αρχέγονο φόβο μπροστά στο επικίνδυνο άγνωστο, την ανατροπή όλων των μέχρι τώρα δεδομένων της ατομικής και συλλογικής ύπαρξής του.
 Η δοκιμασία αυτή, όμως, πέρα από τις χαμένες ζωές, τι θα αφήσει πίσω της όταν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, περατωθεί; 
Θα αλλάξουν οι συμπεριφορές των ανθρώπων μετά τον εξαγγελλόμενο από πολλούς υπαρκτικό αναστοχασμό μπροστά στο σοκ της πανδημίας; 
Οι κοινωνικές σχέσεις, οι κάθε είδους αντιπαλότητες, οι ατομικές επιδιώξεις, τα συμφέροντα θα αλλάξουν ροπή; 
Σε πείσμα των αισιόδοξων, η απάντηση, όπως προκύπτει και από την απλή ανάγνωση της ιστορίας, είναι όχι. 
Και πάλι, μόλις ξεχαστεί η δοκιμασία, ο άνθρωπος, ως κοινωνική σχέση πάντα, θα αρχίσει να συμπεριφέρεται όπως πριν. 
Καλά και κακά, ατομικιστικά και συλλογικά, εγωιστικά και αλτρουιστικά. Όπως εκδηλώνεται πάντα δηλαδή η φύση των ανθρώπων. Αλλά παρ’ όλα αυτά, θα μείνουν και πράγματα σημαντικά για τη συνοχή και την αναπαραγωγή των κοινωνιών, όπως συνέβη ιστορικά έπειτα από κάθε μεγάλη κρίση. 
Πρωτίστως θα δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στα δημόσια συστήματα υγείας, μια και είναι αυτά που αντιμετωπίζουν με τις όποιες δυνατότητές τους και τον αφάνταστο ηρωισμό των γιατρών και των νοσηλευτών τους, αυτών των αγίων της εποχής μας, την πανδημία. Και είναι αυτά που, αναβαπτισμένα στις συνειδήσεις των πολιτών, πρέπει να αναδιοργανωθούν και να ενισχυθούν με κάθε τρόπο, αφού αποδείχθηκαν τα μόνα ικανά να αντιμετωπίσουν μια τέτοιας έκτασης υγειονομική κρίση. 
Και μάλλον αυτό θα γίνει λόγω της κοινωνικής πίεσης. Η αναβάθμιση της επιστήμης και του ορθού λόγου είναι ένα άλλο θετικό που θα αφήσει ο κορωνοϊός και η αντιμετώπισή του.
 Ο ανορθολογισμός στις πολλές και διάφορες εκδοχές του, από την παρανοϊκή θρησκοληψία μέχρι την εξωφρενική συνωμοσιολογία, ηττήθηκε κατά κράτος, όχι μόνο στην πράξη αλλά και στις συνειδήσεις των ανθρώπων. 
Οι μύστες τού κάθε είδους ανορθολογισμού φαντάζουν πλέον γραφικοί και θλιβεροί. 
Δυστυχώς, σ’ αυτούς ανήκουν και πολλοί λειτουργοί της Εκκλησίας που, αντί να ακολουθήσουν τις ευαγγελικές διδαχές και να προστρέξουν με αυτοθυσία στον οδυνηρά πάσχοντα Άλλον, προτίμησαν να δώσουν τη μάχη για το, άνευ ουσίας τελικά , γνωστό χρυσοστόλιστο τελετουργικό. 
 Η δοκιμασία της πανδημίας όμως θα αφήσει και κάτι άλλο, για το οποίο εγείρονται ήδη φόβοι και ενστάσεις.
 Απέναντι σ’ αυτή τη φονική επέλαση του ιού και την ταχύτατη διάδοσή του, το σύνολο σχεδόν των κρατών στην Ευρώπη και στον υπόλοιπο κόσμο αποδέχθηκε τις προτάσεις της ιατρικής επιστημονικής κοινότητας και προέκρινε, εκτός από τη νοσοκομειακή περίθαλψη των νοσούντων και τη με κάθε τρόπο αύξηση των αναγκαίων δομών, την επιβολή μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας των πολιτών που φθάνουν μέχρι τον εγκλεισμό στο σπίτι και τη θέση σε καραντίνα ολόκληρων περιοχών και πόλεων. 
Ο τρόπος επιβολής και η αυστηρότητα των μέτρων ποικίλλει από χώρα σε χώρα, ανάλογα με την ένταση της προσβολής του ιού.
 Τα μέτρα αυτά, αναμφίβολα, χωρίς να υπερβαίνουν τα συνταγματικά όρια, τουλάχιστον των ευρωπαϊκών χωρών, επιβάλλουν μια κατάσταση εξαίρεσης σε σχέση με την έως τώρα πολιτική και δικαιωματική κανονικότητα. Αρκετοί μάλιστα, που ανήκουν κυρίως στη μεταμοντέρνα ριζοσπαστική Αριστερά, είδαν στα περιοριστικά αυτά μέτρα μια επιβεβαίωση της θεωρίας της «κατάστασης εξαίρεσης ως κανονικότητας πλέον» και ως γενικευμένο πείραμα μιας ολοκληρωτικής πειθάρχησης του πληθυσμού στην κρατική εξουσία. 
Θεωρούν την τρέχουσα κατάσταση ως προείκασμα μιας μελλοντικής πολιτικής και κοινωνικής δυστοπίας, όπου το κράτος θα ελέγχει, θα χειραγωγεί και θα επιτηρεί τις δημόσιες και ιδιωτικές κινήσεις του πληθυσμού. Είναι γεγονός βέβαια ότι, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της πανδημίας, το κράτος έδειξε ότι κατέχει ή ότι δημιούργησε άμεσα την τεχνογνωσία για την πειθάρχηση και την καθοδήγηση του πληθυσμού. 
Μάλιστα γίνεται λόγος και για τη δυνατότητα της χρήσης από το Κράτος και τεχνολογιών ελέγχου της θερμοκρασίας των σωμάτων των πολιτών, του εντοπισμού, ακόμα και της παρακολούθησής τους.
Όσοι όμως ασκούν αυτού του είδους την κριτική, η οποία εμπεριέχει τον απόηχο απόψεων φιλοσόφων όπως ο Φουκώ, για την πανεποπτική επιτηρητική βιοπολιτική εξουσία, και πιο σύγχρονων όπως ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν για τη μονιμότητα της κατάστασης εξαίρεσης, έχουν μια σχεδόν μεταφυσική αντίληψη για το κράτος και την εξουσία του.
 Το κράτος δεν είναι ένας μηχανισμός πλήρως αυτονομημένος από την κοινωνία το οποίο αποσκοπεί στη δική του αναπαραγωγή με κάθε μέσο. 
Το κράτος είναι σχετικά αυτόνομο από την κοινωνία και αποσκοπεί στη συνοχή και στην αναπαραγωγή της. 
Μάλιστα στο εσωτερικό του συμπυκνώνονται υλικά οι πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις, ο συσχετισμός των οποίων καθορίζει και τις πολιτικές του. 
Είναι λοιπόν το κράτος και οι μηχανισμοί του ένα πεδίο διαπάλης, η έκβαση της οποίας μορφοποιείται σε συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές επιλογές. 
Με δεδομένη μια τέτοια θεώρηση του κράτους, η μόνιμη εγκατάσταση μέτρων περιορισμού και ελέγχου του πληθυσμού προϋποθέτει την ήττα στην κοινωνία των δημοκρατικών αντιλήψεων και των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων. Προϋποθέτει την εφαρμογή τους μετά τη θεσμική συναίνεση της πλειοψηφίας της κοινωνίας, κάτι το οποίο δεν προκύπτει από πουθενά. Οι υποστηρικτές της θεώρησης των τωρινών περιοριστικών μέτρων και ως μελλοντικό ενδεχόμενο ερμηνεύουν λανθασμένα την, με συντριπτικά ποσοστά, συναίνεση των πολιτών σ’ αυτά. 
Η συναίνεση δεν είναι αποτέλεσμα της ιδεολογικής της εγχάραξης από τον αόρατο κρατικό Λεβιάθαν αλλά προκύπτει από την πραγματική και καθημερινά βιωμένη εμπειρία της πανδημίας και των αποτελεσμάτων της. 
Οι κοινωνίες με δημοκρατική παράδοση, όπως αυτές της Ευρώπης, με την Ελλάδα βέβαια ανάμεσά τους, δεν κινδυνεύουν από τη μονιμότητα ή από μια μελλοντική επιβολή ενός πανεποπτικού επιτηρητικού δυστοπικού καθεστώτος. 
Εφ’ όσον φυσικά οι δυνάμεις της δημοκρατίας παραμένουν ενεργές και προτάσσουν τις ελευθερίες των πολιτών ως συστατικό στοιχείο της κοινωνίας. 
Η εξαίρεση της Ουγγαρίας επιβεβαιώνει τον κανόνα και χρήζει ειδικής ανάλυσης της συγκεκριμένης χώρας και της παράδοσής της. Πέρα από όλα τα άλλα όμως, τα αναγκαία περιοριστικά μέτρα θα έχουν τρομακτική επίπτωση στην οικονομία, αφού ουσιαστικά παρέλυσε το σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας σε κάθε χώρα. Η μεγάλη ύφεση, η υψηλή ανεργία, η μείωση των εισοδημάτων και η ολοσχερής κατάρρευση σημαντικών κλάδων της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, θα είναι τα βασικά προβλήματα της περιόδου μετά την επιδημία. 
Οι λύσεις είναι βέβαια δύσκολες και τα μοντέλα που θα προκριθούν θα γεννήσουν προφανώς συγκρούσεις και αντιθέσεις, οι συνέπειες των οποίων ενδεχομένως να δοκιμάσουν τη συνοχή των κοινωνιών.
 Στο πεδίο αυτό θα κριθεί η δυνατότητα του ευρωπαίου ανθρώπου, με τις ατομικές και τις συλλογικές του πρακτικές, να ανοικοδομήσει το παρόν του και να κατευθυνθεί στο μέλλον. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι βέβαια η εκ νέου ανακάλυψη του κράτους πρόνοιας, όμως μετά τη σοβαρή και ριζοσπαστική κριτική των παθογενειών και των πλευρών του εκείνων που το οδήγησαν στην κρίση και στην παρακμή του. 

 ΠΗΓΗ: Κώστα Καρακώτια στο The book's journal

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου