Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Πάντα θα εύχομαι για σας και μ' αδειανό στομάχι".



Ο Νικολός ήταν μισοκούτελος, ελέγανε στο χωριό του. Δεν εδούλευε πουθενά και ζούσε μονάχος στο πατρικό του, από τότε που πεθάνανε οι γονέοι του. Παντρεμένος δεν ήταν, ούτε είχε αδέρφια. Θεομόναχος επάλευε, με τη μούρλια του και με τον κόσμο.

Γιορτάδες μέρες, όπως καλή ώρα τώρα, οι περισσότεροι νοικοκυραίοι του δίνανε κάτι τις, να ποροπιαστεί. Ένας λίγο λάδι, άλλος λίγο κρασί, ένα ζευγάρι αυγά, μια φτερούγα από κοτόπουλο να το κάμει σούπα. Ό,τι μπορούσε ο καθένας. Εκειός, αν και μισοκούτελος, ήξερε πως να διακονεύει. Άμα πάει να πει ήθελε λάδι, δεν επήγαινε με καμία μεγάλη μπότσα να γυρέψει. Επήγαινε με μία μικρουλούλα. Λίγο από τον έναν, λίγο από τον άλλον, μάζευε μία λάτα κι έβγαζε όλη τη χρονιά του.

Έτσι κι εφέτος, μία και δύο ο Νικολός, με το μποκαλάκι του στο χέρι επήγε για διακονιά και χτύπησε τη πόρτα του αρχοντικού του Αφέντη Σπύρου. Του άνοιξε η παραδουλεύτρα που τον λυπότανε η δόλια και τον επήγε στον Αφέντη.

"Προσκυνώ Αφέντη μου", είπε ο Νικολός και το κεφάλι του έφτασε χάμου από το σκύψιμο.
"Τι θες Νικολό;" ερώτησε ο Αφέντης.
"Τι να θέλω ο καψερός Αφέντη μου; Κομμάτι λάδι να κάμω κι εγώ γιορτές ζητάω. Από εσένανε που άμα ανοίξεις τσι κάνουλες και τρέξουνε τα λάδια, θα πνιγεί το Ζάντε όλο!". Είπε ο Νικολός λίγο μυξοκλαίγοντας και λίγο χαϊδεύοντας τ' αυτία του Σπύρου του Αφέντη.
Σκέφτηκε κομμάτι ο Αφέντης κι αποφάσισε να του δώκει, και διέταξε τη Νιόνια τη παραδουλεύτρα να του γιομίσει το μπουκαλάκι του. Μα όσο περιμένανε τη γυναίκα να έρθει, ρώτησε ο Αφέντης το Νικολό:
"Και δε μου λες ορέ Νικολό, για να 'χουμε καλό 'ρώτημα. Γιατί δεν πας ορέ να δουλέψεις;"
"Μα δεν με παίρνει κανένας Αφέντη μου για δουλειά, είμαι μουρλό" απάντησε ο Νικολός με σκυμμένο πάντα το κεφάλι, ώστε να δείχνει σεβασμό προς τον Σπύρο.
Ο Σπύρος ο Αφέντης χαμογέλασε και του είπε : "Άμα είσαι μουρλός Νικολό, άντε πήδα μες στην πηγάδα!"
και ο Νικολός ευθύς αμέσως του απάντησε: "Είπαμε μουρλός Αφέντη μου αλλά όχι και για τη πηγάδα, να σε χαρώ και τα μάτια μου!"
Ο Αφέντης γέλασε δυνατά, έδωσε στο Νικολό το ψυχικό και τον έστειλε σπίτι του, γιορτάδες μέρες...



"Χρόνια πολλά σας εύχομαι με τους φτωχούς μου στίχους
π΄έχω συνθέσει αρμονικά με της κοιλιάς τους ήχους.
Κι αν δεν μου δώστε τίποτσι δεν σας κρατώ κι αμάχη
πάντα θα εύχομαι για σας και μ' αδειανό στομάχι".
Το τετράστιχο είναι από Ομιλία του Γιάννη Πομώνη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου