Και ερωτικό μυθιστόρημα!!!
Λέγεται το καινούργιο βιβλίο του δημοσιογράφου Άρη Σκιαδόπουλου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Δηλαδή ένας προσωπικός μύθος μέσα στη σύγχρονη πολιτική ιστορία. Ένας μύθος στην πραγματικότητα. Μια ανθρώπινη ιστορία μέσα στο κίνημα για κοινωνική αλλαγή. Ένας έρωτας και μια τραγωδία. Ένα βιβλίο, που όταν τελειώσεις τις 263 σελίδες του, νιώθεις ένα κόμπο στο λαιμό, αλλά και μια ανακούφιση από την απόλαυση του κειμένου.
Η υπόθεση: Ο εξηντάρης Ανέστης Γκούρας, απόφοιτος Ανωτάτης Εμπορικής, παλιός αγωνιστής της αριστεράς από το Μεσολόγγι, ζει στις μέρες μας αποτραβηγμένος στο Λυγουριό της Επιδαύρου. Οικογενειάρχης, αλλά με μια γυναίκα που έχει ξεπορτίσει, οικονομημένος ως έμπορος κρεάτων, τώρα ταβερνιάρης, με μια ψησταριά και ξενώνα από επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με καλή σύνταξη, άνετο σπίτι, όμως καρδιοπαθής που δεν του μένει παρά να αναπολεί τις μέρες των αγώνων. Ένα αυγουστιάτικο πρωινό απομονώνεται στο πατάρι και ξεκλειδώνει το συρτάρι του γραφείου όπου χρόνια φύλαγε ένα κιτρινισμένο ημερολόγιο από τότε που ήταν στέλεχος της οργάνωσης Λαμπράκη.
Η δομή: ο συγγραφέας- αφηγητής παραθέτει αποσπάσματα –ιδιόγραφα σημειώματα από το ημερολόγιο και, ακολούθως, συμπληρώνει όσα ο ήρωας αποσιωπά. Στα επόμενα κεφάλαια αναπτύσσεται επεισόδιο- επεισόδιο το έργο της ζωής του και της ζωής μιας κοινωνίας που ζει την τρομοκρατία του χωροφύλακα, την κατάδοση του χαφιέ και το διαχωρισμό σε εθνικόφρονες και μιάσματα.
Οι ήρωες: Κομμουνιστές, δημοκρατικοί, συνοδοιπόροι, συντηρητικοί, δημοκρατικοί Δεξιοί, ο χαφιές, ο χωροφύλακας, ο κρυφοΠαπανδρεϊκός αξιωματικός της χωροφυλακής, ο καριερίστας διοικητής, ο δειλός συμμαθητής, η πανέμορφη Υακίνθη η οποία είναι κόρη Γερμανού στρατιώτη που ερωτεύθηκε τη μητέρα της και μίσησε τον Χίτλερ αλλά μετά τον πόλεμο δεν τους έδωσε σημεία ζωής.
Η γλώσσα: Ρεαλιστική έως ωμή, όταν χρειάζεται, διανθισμένη με την ιδιόλεκτο γλώσσα των ψαράδων του Μεσολογγίου .
Ο πρωταγωνιστής: Ο νεολαίος Ανέστης Γκούρας, γιος εξόριστου κομμουνιστή, οργανώνεται στη νεολαία της Αριστεράς στηρίζοντας τον αγώνα των φτωχών ψαράδων που αντιμετωπίζουν την εκμετάλλευση από τους κομματάρχες ψαρέμπορους .Αυτοί λυμαίνονται τα αγαθά της λιμνοθάλασσας, χάρη στην εύνοια του κράτους και παρακράτους . Με την Υακίνθη δημιουργούν μια σχέση έρωτα και αγώνα.
Η ασφάλεια τους κυνηγάει παντού. Εκείνους και την παρέα τους. Τους θεωρεί επικίνδυνους για τη Δημοκρατία, καθώς πίσω από την ανιδιοτέλειά τους κρύβεται – λέει- ο απώτερος στόχος των καθοδηγητών τους για επιβολή κομμουνιστικής δικτατορίας. Εκείνοι δεν το βάζουν κάτω, αλλά κάποιοι ετοιμάζουν στρατιωτική δικτατορία .
Το βιβλίο είναι γραμμένο με την οπτική ότι κάθε αριστερό είναι καθαγιασμένο , αλλά - ακόμη και αν είσαι από την άλλη πλευρά - κερδίζεις, ως αναγνώστης, από τη λογοτεχνική δύναμη του συγγραφέα ,ο οποίος, με ένα κοίταγμα Καζαντζακικό, δίνει εξαίσιες περιγραφές.
Όπως αυτή με το ζεϊμπέκικο του πατέρα: «Στην ταβέρνα με τη τσίκνα από το χέλι στα κάρβουνα, μπροστά σε φάτσες σμιλεμένες από το μόχθο, τ΄αγιάζι και την αρμύρα, με κακοζωϊσμένους άντρες, αλλά σκληροτράχηλους σαν χτικιασμένους ήρωες του ΄21, πρώτη φορά ο Ανέστης έβλεπε τον πατέρα του να πηγαινοέρχεται τσάρκα από τον Παράδεισο στην Κόλαση κι από τον ουρανό στη γη με μια κίνηση που ΄δειχνε πως, όπου κι αν στεκόταν, όρθιος θα ΄μενε».
Το μυθιστόρημα φτάνει στην κορύφωσή του με τον σοδομισμό της Υακίνθης από τον ασφαλίτη ονόματι Σπίνο, ένα άγριο βράδυ στη λιμνοθάλασσα, γεγονός που την οδηγεί σε απώλεια μνήμης. Ο μόνος που είδε τη φρικτή σκηνή είναι ο «αναρχομουρλός» Μπουκαδούρας που ζει εκεί παρέα με τη μοναξιά του. Στα αναπάντεχα, ο Γερμανός Χανς, πατέρας της Υακίνθης, εμφανίζεται στο Μεσολόγγι, εντοπίζει τη γειτονιά της γυναίκας που ερωτεύθηκε στον πόλεμο, παίρνοντας μάνα και κόρη στη Γερμανία. Ο Μπουκαδούρας αναλαμβάνει την τιμωρία του βιαστή. Τον πιάνει. Ανοίγεται στη θάλασσα με τη βάρκα, βάζει φωτιά, τον καίει και καίγεται μαζί του. Ξημερώματα 21ης Απριλίου η δικτατορία ανακόπτει την πορεία προς την ομαλότητα, καταπιέζοντας αριστερούς, κεντρώους και δεξιούς. Ο Ανέστης κρύβεται σε ένα σπίτι συντρόφου του στην Επίδαυρο. Ύστερα από την Αμνηστία του Παπαδόπουλου ασχολήθηκε μόνο με το εμπόριο κρεάτων…
Σαράντα χρόνια μετά, σε μια διασταύρωση στο Λυγουριό, πηγαίνοντας για το σπίτι του, βλέπει από μακριά ένα μαύρο «Άουντι» με ξένες πινακίδες με ένα ζευγάρι στην ηλικία του. Με σπασμένα ελληνικά η γυναίκα ρωτάει τους περαστικούς αν πηγαίνουν καλά για τα Μέθανα. Ο Γερμανός σύζυγος λέει στα γερμανικά «Υακίνθη, γρήγορα μη μας πιάσει η νύχτα». Εκείνη απαντά πως «κάτι μου θυμίζει ο κύριος». Και αμέσως φεύγουν για τον τουριστικό προορισμό τους…
Η τελευταία ημερολογιακή σημείωση έχει ημερομηνία 6 Μαΐου 2012. Παραμονή των εκλογών:«Νοιώθω αμήχανος και απελπισμένος… Τι αγώνες, τι φυλακές, τι εξορίες, τι όνειρα. Τίποτα δεν πάει χαμένο - μας έλεγαν… Όλα πήγαν χαμένα…».
«Τα παιδιά της τραμουντάνας»
Λέγεται το καινούργιο βιβλίο του δημοσιογράφου Άρη Σκιαδόπουλου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Δηλαδή ένας προσωπικός μύθος μέσα στη σύγχρονη πολιτική ιστορία. Ένας μύθος στην πραγματικότητα. Μια ανθρώπινη ιστορία μέσα στο κίνημα για κοινωνική αλλαγή. Ένας έρωτας και μια τραγωδία. Ένα βιβλίο, που όταν τελειώσεις τις 263 σελίδες του, νιώθεις ένα κόμπο στο λαιμό, αλλά και μια ανακούφιση από την απόλαυση του κειμένου.
Η υπόθεση: Ο εξηντάρης Ανέστης Γκούρας, απόφοιτος Ανωτάτης Εμπορικής, παλιός αγωνιστής της αριστεράς από το Μεσολόγγι, ζει στις μέρες μας αποτραβηγμένος στο Λυγουριό της Επιδαύρου. Οικογενειάρχης, αλλά με μια γυναίκα που έχει ξεπορτίσει, οικονομημένος ως έμπορος κρεάτων, τώρα ταβερνιάρης, με μια ψησταριά και ξενώνα από επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με καλή σύνταξη, άνετο σπίτι, όμως καρδιοπαθής που δεν του μένει παρά να αναπολεί τις μέρες των αγώνων. Ένα αυγουστιάτικο πρωινό απομονώνεται στο πατάρι και ξεκλειδώνει το συρτάρι του γραφείου όπου χρόνια φύλαγε ένα κιτρινισμένο ημερολόγιο από τότε που ήταν στέλεχος της οργάνωσης Λαμπράκη.
Η δομή: ο συγγραφέας- αφηγητής παραθέτει αποσπάσματα –ιδιόγραφα σημειώματα από το ημερολόγιο και, ακολούθως, συμπληρώνει όσα ο ήρωας αποσιωπά. Στα επόμενα κεφάλαια αναπτύσσεται επεισόδιο- επεισόδιο το έργο της ζωής του και της ζωής μιας κοινωνίας που ζει την τρομοκρατία του χωροφύλακα, την κατάδοση του χαφιέ και το διαχωρισμό σε εθνικόφρονες και μιάσματα.
Οι ήρωες: Κομμουνιστές, δημοκρατικοί, συνοδοιπόροι, συντηρητικοί, δημοκρατικοί Δεξιοί, ο χαφιές, ο χωροφύλακας, ο κρυφοΠαπανδρεϊκός αξιωματικός της χωροφυλακής, ο καριερίστας διοικητής, ο δειλός συμμαθητής, η πανέμορφη Υακίνθη η οποία είναι κόρη Γερμανού στρατιώτη που ερωτεύθηκε τη μητέρα της και μίσησε τον Χίτλερ αλλά μετά τον πόλεμο δεν τους έδωσε σημεία ζωής.
Η γλώσσα: Ρεαλιστική έως ωμή, όταν χρειάζεται, διανθισμένη με την ιδιόλεκτο γλώσσα των ψαράδων του Μεσολογγίου .
Ο πρωταγωνιστής: Ο νεολαίος Ανέστης Γκούρας, γιος εξόριστου κομμουνιστή, οργανώνεται στη νεολαία της Αριστεράς στηρίζοντας τον αγώνα των φτωχών ψαράδων που αντιμετωπίζουν την εκμετάλλευση από τους κομματάρχες ψαρέμπορους .Αυτοί λυμαίνονται τα αγαθά της λιμνοθάλασσας, χάρη στην εύνοια του κράτους και παρακράτους . Με την Υακίνθη δημιουργούν μια σχέση έρωτα και αγώνα.
Η ασφάλεια τους κυνηγάει παντού. Εκείνους και την παρέα τους. Τους θεωρεί επικίνδυνους για τη Δημοκρατία, καθώς πίσω από την ανιδιοτέλειά τους κρύβεται – λέει- ο απώτερος στόχος των καθοδηγητών τους για επιβολή κομμουνιστικής δικτατορίας. Εκείνοι δεν το βάζουν κάτω, αλλά κάποιοι ετοιμάζουν στρατιωτική δικτατορία .
Το βιβλίο είναι γραμμένο με την οπτική ότι κάθε αριστερό είναι καθαγιασμένο , αλλά - ακόμη και αν είσαι από την άλλη πλευρά - κερδίζεις, ως αναγνώστης, από τη λογοτεχνική δύναμη του συγγραφέα ,ο οποίος, με ένα κοίταγμα Καζαντζακικό, δίνει εξαίσιες περιγραφές.
Όπως αυτή με το ζεϊμπέκικο του πατέρα: «Στην ταβέρνα με τη τσίκνα από το χέλι στα κάρβουνα, μπροστά σε φάτσες σμιλεμένες από το μόχθο, τ΄αγιάζι και την αρμύρα, με κακοζωϊσμένους άντρες, αλλά σκληροτράχηλους σαν χτικιασμένους ήρωες του ΄21, πρώτη φορά ο Ανέστης έβλεπε τον πατέρα του να πηγαινοέρχεται τσάρκα από τον Παράδεισο στην Κόλαση κι από τον ουρανό στη γη με μια κίνηση που ΄δειχνε πως, όπου κι αν στεκόταν, όρθιος θα ΄μενε».
Το μυθιστόρημα φτάνει στην κορύφωσή του με τον σοδομισμό της Υακίνθης από τον ασφαλίτη ονόματι Σπίνο, ένα άγριο βράδυ στη λιμνοθάλασσα, γεγονός που την οδηγεί σε απώλεια μνήμης. Ο μόνος που είδε τη φρικτή σκηνή είναι ο «αναρχομουρλός» Μπουκαδούρας που ζει εκεί παρέα με τη μοναξιά του. Στα αναπάντεχα, ο Γερμανός Χανς, πατέρας της Υακίνθης, εμφανίζεται στο Μεσολόγγι, εντοπίζει τη γειτονιά της γυναίκας που ερωτεύθηκε στον πόλεμο, παίρνοντας μάνα και κόρη στη Γερμανία. Ο Μπουκαδούρας αναλαμβάνει την τιμωρία του βιαστή. Τον πιάνει. Ανοίγεται στη θάλασσα με τη βάρκα, βάζει φωτιά, τον καίει και καίγεται μαζί του. Ξημερώματα 21ης Απριλίου η δικτατορία ανακόπτει την πορεία προς την ομαλότητα, καταπιέζοντας αριστερούς, κεντρώους και δεξιούς. Ο Ανέστης κρύβεται σε ένα σπίτι συντρόφου του στην Επίδαυρο. Ύστερα από την Αμνηστία του Παπαδόπουλου ασχολήθηκε μόνο με το εμπόριο κρεάτων…
Σαράντα χρόνια μετά, σε μια διασταύρωση στο Λυγουριό, πηγαίνοντας για το σπίτι του, βλέπει από μακριά ένα μαύρο «Άουντι» με ξένες πινακίδες με ένα ζευγάρι στην ηλικία του. Με σπασμένα ελληνικά η γυναίκα ρωτάει τους περαστικούς αν πηγαίνουν καλά για τα Μέθανα. Ο Γερμανός σύζυγος λέει στα γερμανικά «Υακίνθη, γρήγορα μη μας πιάσει η νύχτα». Εκείνη απαντά πως «κάτι μου θυμίζει ο κύριος». Και αμέσως φεύγουν για τον τουριστικό προορισμό τους…
Η τελευταία ημερολογιακή σημείωση έχει ημερομηνία 6 Μαΐου 2012. Παραμονή των εκλογών:«Νοιώθω αμήχανος και απελπισμένος… Τι αγώνες, τι φυλακές, τι εξορίες, τι όνειρα. Τίποτα δεν πάει χαμένο - μας έλεγαν… Όλα πήγαν χαμένα…».
Πηγή: ΑΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου