Της σύγχρονης Σοσιαλδημοκρατίας
Και οι προκλήσεις για τον προοδευτικό χώρο !!!
ΑΠΟ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΩΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΩΝ :
1. Οι αιτίες της κρίσης – η ιδεολογική υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας
Παραδοχή: η σοσιαλδημοκρατία κατ’ επανάληψη κέρδισε την ψήφο πολιτών του κέντρου και της κεντροδεξιάς.
Με τις αξίες της.
Της κοινωνικής δικαιοσύνης, της δημοκρατικής παράδοσης και ενίσχυσης των αντίστοιχων δημοκρατικών θεσμών, και ενός κοινωνικού συμβολαίου που διασφάλιζε σιγουριά, προοπτική και διάφανη αξιοποίηση του παραγόμενου πλούτου προς το κοινό καλό.
Η σοσιαλδημοκρατία δεν το κατάφερε ποτέ ασπαζόμενη μια συντηρητική κεντροδεξιά ρητορική ή ιδεολογικό στίγμα, που έθετε τις αγορές πάνω από τον άνθρωπο, αλλά διατυπώνοντας με σαφήνεια τις αξίες και τις προτάσεις της που πήγαιναν την κοινωνία μπροστά με προοδευτικές ανατροπές.
Αντιθέτως, όποτε κινήθηκε «ως κατεστημένο», υποχωρώντας από διαχρονικές αξίες, απέτυχε στην κάλπη, καταστώντας την ιδεολογική υποχώρηση λανθασμένη ακόμα και στο επίπεδο ενός απεχθούς εκλογικού τακτικισμού.
Έτσι,
Όταν οι επιπτώσεις της άναρχης παγκοσμιοποίησης έγιναν ευρύτερα αισθητές, ιδιαίτερα για την βιωσιμότητα ενός εθνικού κοινωνικού συμβολαίου των αναπτυγμένων οικονομιών,
μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-9, αλλά και,
μετά την λήψη αποφάσεων που είχαν προηγηθεί και επέτρεψαν την επικράτηση κανόνων που ευνοούσαν τις αρρύθμιστες αγορές, με την ανοχή ή και τη συμμετοχή προοδευτικών δυνάμεων στην ΕΕ,
η ιδεολογική υποχώρηση συνέβαλε στη μεγάλη υπαρξιακή κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, που κορυφώνεται σήμερα με γενικευμένες εκλογικές ήττες της σε όλη την Ευρώπη.
Ταυτόχρονα, η συνέχιση των επιλογών και της ρητορικής που άνθισαν την εποχή της ευφορίας ενός «Τρίτου Δρόμου», που στην ουσία εξήρε την πανάκεια των αγορών, ακόμα και όταν οι αντικειμενικές συνθήκες έχουν ριζικά μεταβληθεί, συντείνουν στην αποδυνάμωση του χώρου και την αποξένωση από τους παραδοσιακούς υποστηρικτές και ψηφοφόρους.
Παράλληλα οι τεχνολογικές εξελίξεις, μαζί με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, έχουν μεταβάλει την διαστρωμάτωση της κοινωνίας καθώς και την υφή της εργασίας, αλλάζοντας τις σχέσεις εργαζόμενου-εργοδότη προς όφελος του δεύτερου.
Για τους λόγους αυτούς τα προοδευτικά κόμματα καλούνται σήμερα να απαντήσουν,
– στις συνέπειες της ηγεμονίας των συντηρητικών και των νέο-φιλελεύθερων στα κέντρα λήψης αποφάσεων των ευρωπαϊκών θεσμών,
– στην οικονομική και επικοινωνιακή ισχύ των μεγάλων οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων που λειτουργούν χωρίς κανόνες σε υπερεθνικό επίπεδο, καθιστώντας την πολιτική αιχμάλωτη σε μεθόδους επιρροής και διαφθοράς.
– στην αυξανόμενη ανισότητα, σε ό,τι αφορά την υπερσυγκέντρωση κεφαλαίου, με 8 οικογένειες να έχουν τον ίδιο πλούτο με το 50% των πολιτών του πλανήτη,
– στην ανάγκη αναζήτησης νέων τρόπων και μορφών πολιτικής αλλά και οικονομικής οργάνωσης των πολιτών και της κοινωνίας, εργαζομένων, νέων, γυναικών, μεταναστών, που θα τους δώσουν φωνή και ισχύ.
Για τους σοσιαλιστές και δημοκράτες αυτή η αρρύθμιστη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση αποτελεί και υπονόμευση του βασικού μοντέλου που λέγεται «κοινωνικό συμβόλαιο». Αυτού δηλαδή, που επέτρεψε να συμβιώνει ο καπιταλιστής με τον εργάτη και τον υπάλληλο, σε ένα κράτος δικαίου, που αναδιένειμε τα κέρδη με ευνομία και δικαιοσύνη.
Από τότε που η κρίση έπληξε την Ευρώπη, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ζει υπό τη σκιά της υποχώρησής της απέναντι στις επιλογές της συντηρητικής πλειοψηφίας για πολιτικές σκληρής λιτότητας, όπου η τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας εξετάζεται μόνο εις βάρος του κοινωνικού κράτους και της ανάπτυξης, αντί της μεταρρύθμισης εκεί που αυτή απαιτείται.
Το αποτέλεσμα είναι η ομηρία της πολιτικής και ο αποπροσανατολισμός από το αντικείμενο της, είτε αφορά τις προσπάθειες επανεκλογής προσώπων και σχημάτων, είτε την προστασία «των λίγων».
Λάδι στη φωτιά της αποστασιοποίησης των πολιτών από την πολιτική και την πίστη σε ευρωπαϊκούς και εθνικούς θεσμούς.
Η άνοδος υπερσυντηρητικών της αριστεράς και της δεξιάς, είναι το μόνο φυσικό επακόλουθο.
Υπό την ομηρεία αυτών των συνθηκών και της άρνησης ειλικρινούς αυτοκριτικής για τη «στροφή» των περασμένων ετών, πολλά σοσιαλιστικά κόμματα συμπεριλαμβανομένης της σοσιαλιστικής ομάδας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ακολούθησαν μία δήθεν πραγματιστική πολιτική, αυτή των συμμαχιών με τη δεξιά, δυναμιτίζοντας τις ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές που θα έδιναν πραγματικές λύσεις για τους πολίτες, το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ελπίδα για αλλαγή, αφήνοντας παράλληλα, τα πραγματικά προβλήματα να κλιμακωθούν.
Η κρίση αυτή εισχώρησε και στο εσωτερικό των κομμάτων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το γερμανικό SPD που στις πρόσφατες εκλογές είχε το χειρότερο αποτέλεσμα στην ιστορία του, όπως και την αποψίλωση του γαλλικού σοσιαλιστικού κόμματος του Μιτερράν, προτάσσοντας τον Μακρόν ως τελευταίο ανάχωμα πριν από την παρ’ ολίγον επικράτηση της ακροδεξιάς στη Γαλλία.
Δεν είναι τυχαία η πτώση των σοσιαλιστικών κομμάτων στις τελευταίες Ευρωεκλογές, μετά από την απώλεια σαφούς ιδεολογικού στίγματος.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε βαθύτατη αμφισβήτηση της πολιτικής και των πολιτικών δημιουργώντας,
– τις προϋποθέσεις για ενδυνάμωση του εθνικισμού, του λαϊκισμού και του ελιτισμού-μεσσιανισμού
– την προώθηση κομμάτων ακαθόριστου ιδεολογικού προσανατολισμού, που βασίζονται κυρίως στην ανάδειξη «νέων» προσώπων, τεχνοκρατικών προτάσεων και επικοινωνιακών τεχνασμάτων.
2. Τι διακυβεύεται στην Ευρώπη
Από το κείμενο του Βεντοτένε μέχρι και σήμερα, η Ευρώπη επιβίωσε και ενέπνευσε βασιζόμενη στη διεύρυνση της δημοκρατίας, την πίστη στα κοινωνικά δικαιώματα και το σχεδιασμό γύρω από την ανάπτυξη των κρατών – μελών, όσο και της Ένωσης συνολικά.
Αυτός ήταν ο πυρήνας και ο λόγος ύπαρξής της.
Και πρέπει να διαφυλαχθεί.
Η υποχώρηση σε κάποιο σκέλος από τα τρία, πόσο μάλλον και στα τρία μαζί, θα αποτελούσε τροφή στον αντιευρωπαϊσμό και όσα η Ένωση νίκησε – τον εθνοκεντρισμό και το μίσος.
Η μεγάλη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης έχει ξεκινήσει, υπό τη σκιά του σοκ του brexit και με ορίζοντα τις οι ευρωεκλογές του 2019.
Μέχρι στιγμής, έχουν κατατεθεί τα εναλλακτικά σενάρια που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι προτάσεις του Προέδρου της Επιτροπής, Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, όπως και αυτές του Γάλλου Προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν.
Οι περισσότερες προτάσεις δεν αφορούν κάποια αλλαγή των Συνθηκών αλλά μεταρρυθμίσεις που μπορούν να γίνουν στο υπάρχον πλαίσιο.
Για τις μικρές χώρες και την Ελλάδα, είναι θετικές οι προτάσεις που στοχεύουν στην περαιτέρω ενοποίηση των οικονομιών της Ευρωζώνης. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στις αλλαγές που προτείνονται γύρω από τη συμμετοχή των κρατών στον τρόπο λήψης αποφάσεων.
Για παράδειγμα μία Ευρώπη «πολλών ταχυτήτων», με μείωση του αριθμού των Επιτροπών, όπως προτείνει ο Εμμανουέλ Μακρόν, όπως και η μετάβαση από την ομοφωνία στην ενισχυμένη πλειοψηφία για θέματα εξωτερικής πολιτικής, που προτείνει ο κ. Γιούνκερ, πρέπει να μας προβληματίσουν ιδιαίτερα, λόγω των ανισορροπιών ισχύος.
Στις προτάσεις που έχουν κατατεθεί, προβληματίζουν και για τα ακόλουθα:
– Η άρνηση να συζητηθούν τα θέματα αυξανόμενης γραφειοκρατίας, αδιαφάνειας και επιλεκτικών αποφάσεων που ευνοούν συγκεκριμένα κράτη – μέλη μέσα από διαπραγματεύσεις που γίνονται πίσω από κλειστές πόρτες, φαινόμενα που αυξάνουν επικίνδυνα τις αντί-ευρωπαϊκές δυνάμεις και τις εθνοκεντρικές τάσεις.
– Οι πιθανές επιπτώσεις του σχεδιαζόμενου δικαιώματος της προσφυγής μεμονωμένων κρατών έναντι επενδύσεων τρίτων χωρών, ειδικά όταν υπάρχουν ακόμα κράτη – μέλη που υποφέρουν από τις συνέπειες της κρίσης και επομένως, όπως έχει δείξει η εμπειρία, παραμένουν εκτός πεδίου ευρωπαϊκών επενδύσεων.
– Η κατά τα άλλα ενδιαφέρουσα πρόταση Γιούνκερ, για τη δημιουργία ενός κοινού Προέδρου του Συμβουλίου (σήμερα είναι ο Ντόναλντ Τουσκ) και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ειδικά όταν η πρόταση δεν συνοδεύεται από την πρόβλεψη της άμεσης εκλογής από τους Ευρωπαίους πολίτες.
Από πού, ο πανίσχυρος αυτός Πρόεδρος θα αντλεί τη δημοκρατική του νομιμοποίηση και πώς μια τέτοια διαδικασία απαντά σε εύλογους προβληματισμούς για την κρίση εκπροσώπησης και συμμετοχής των πολιτών στο ευρωπαϊκό εγχείρημα;
Η προοδευτική παράταξη οφείλει να έχει προτάσεις για αυτά τα εθνικά ζητήματα πρώτης προτεραιότητας, με βάση το συμφέρον της Ελλάδας αλλά και μιας δημοκρατικής Ευρώπης, που βασίζεται στην αλληλεγγύη και λαμβάνει υπόψη τις προτεραιότητες όλων των μελών της.
Τα θέματα αυτά θα καθορίσουν το μέλλον της Ευρώπης και το δικό μας.
Στο πλαίσιο αυτό η διάθεση ενός τμήματος των εδρών του Ευρωκοινοβουλίου σε υπερεθνικές λίστες ίσως να αποτελέσει ένα έναυσμα για έναν ουσιαστικό διάλογο μεταξύ των πολιτικών οικογενειών της ΕΕ, αναδεικνύοντας και τις ιδεολογικές διαφοροποιήσεις.
Για τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία, η ενεργός εμπλοκή στα τεκταινόμενα στην Ευρώπη είναι απαραίτητη για την καταπολέμηση των εθνικιστικών και αποσχιστικών ρευμάτων, του ακροδεξιού και ακροαριστερού λαϊκισμού, αλλά και του ελιτισμού που τρέφεται από την αποδυνάμωση της δημοκρατίας, που αν δεν επιδιώκει, σίγουρα δεν φροντίζει να την αναχαιτίσει.
Από τον αγώνα αυτόν, θα εξαρτηθούν επίσης καθοριστικής σημασίας επιλογές και πολιτικές για τη συνέχεια του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, αλλά και την πορεία της ανθρωπότητας:
Η συνέχιση της αρχής της αλληλεγγύης,
Οι προσπάθειες ενάντια στην κλιματική αλλαγή,
Η προώθηση μέτρων, όπως ο φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών,
Η υιοθέτηση ενοποιημένων και δικαίων πολιτικών για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες,
Ο σεβασμός των μειονοτήτων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
Η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών,
Η προστασία των καταναλωτών,
Η αντιμετώπιση των συνεπειών λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας,
Η προώθηση πολιτικών για τη ρύθμιση της παγκοσμιοποίησης,
Η κοινωνική πρόνοια και τα συστήματα υγείας.
3. Αξίες και πολιτικές – ξεκαθαρίζοντας το τοπίο
Το γεγονός ότι οι συνθήκες της κρίσης και των μνημονίων δεν επιτρέπουν μεγάλους ελιγμούς έχει αποτελέσει πρόσχημα για την προώθηση θέσεων που προτάσσουν συμμαχίες και πολιτικές με «εθνικό και ευρωπαϊκό» χαρακτήρα, υποβαθμίζοντας τις ιδεολογικές διάφορες.
Μια επιλογή που έχει τις ρίζες της στην παραδοσιακή συμμαχία ελληνικών και ευρωπαϊκών ελίτ.
Απέναντι στην επιλογή αυτή, οι λαϊκιστικές δυνάμεις προτάσσουν την αναβίωση του επιπόλαιου εθνικισμού, του πελατειακού κρατισμού, της αναδιανεμιτικής διαφθοράς και της πολιτικής διγλωσσίας.
Η σαφής τοποθέτηση ενάντια στο δίπολο αυτό, ξεκαθαρίζει με σαφήνεια τα σύνορα της σύγχρονης ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας.
Βασικοί πυλώνες μιας τέτοιας τοποθέτησης είναι,
Η ισότιμη συμμετοχή στις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις με άποψη και εξωστρέφεια.
Η προώθηση ριζικών μεταρρυθμίσεων με προοδευτικό χαρακτήρα.
Η αδιαπραγμάτευτη στήριξη των ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Η διεύρυνση και ενδυνάμωση της δημοκρατίας με την μεγαλύτερη συμμετοχή ενημερωμένων πολιτών.
Ο μακρόπνοος σχεδιασμός, που θα τραβήξει συμφέρουσες για την Ελλάδα και τους Έλληνες επενδύσεις, με όρους γεωπολιτικής ισορροπίας.
Σε ότι αφορά την οικονομία και την κοινωνική πολιτική, σημασία έχει οι αποφάσεις που λαμβάνονται να εντάσσονται σε ένα ξεκάθαρο πλαίσιο προοπτικής που στοχεύει στη μείωση των ανισοτήτων, τη δικαιότερη κατανομή των υποχρεώσεων, την προώθηση των ίσων ευκαιριών.
Στο πλαίσιο αυτό είναι απαραίτητη η πανευρωπαϊκή υιοθέτηση του συντελεστή GINI για την μέτρηση των ανισοτήτων, τόσο μεταξύ κρατών, όσο και σε επίπεδο χωρών.
Δεν μπορούμε να δεχτούμε,
Ο αριθμός των ανέργων να μειώνεται επειδή κάποιοι εντάσσονται σε πλασματικές θέσεις απασχόλησης με μειωμένες αποδοχές.
Ο εργαζόμενος να μην έχει κανένα δικαίωμα σε ότι αφορά την ίση αμοιβή για ίση εργασία, τις υπερωρίες, την απόλυση, την αξιοπρεπή μεταχείριση και μάλιστα, με πρόσχημα την τόνωση επιχειρήσεων.
Την πρόσληψη των νέων με μισθούς – χαρτζιλίκι, χωρίς προοπτικές αύξησης και επαγγελματικής εξέλιξης.
Τις αυξανόμενες διακρίσεις σε βάρος των γυναικών.
Τις συντάξεις που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και καταργούν αυτονομία των προσώπων.
Την κατάρρευση των κρατικών συστημάτων παιδείας και υγείας.
Την άδικη φορολόγηση που πλήττει τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, ενώ παράλληλα δίνει κίνητρα και παράθυρα για μαύρο χρήμα και φοροαποφυγή.
Με τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, είναι απολύτως εφικτό να συνδυάσουμε τις θέσεις και τις εφαρμοσμένες πολιτικές μας με τις αξίες μας:
– με την αλλαγή του σημερινού πελατειακού εκλογικού συστήματος,
– με την καταπολέμηση της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας,
– με την προσέλκυση της υγιούς και καινοτόμου επιχειρηματικότητας,
– με ενδυνάμωση της λογοδοσίας.
Αρκεί να έχουμε ένα συνολικό σχέδιο για την Ελλάδα, ενταγμένο στην Ευρώπη και τον κόσμο και να μην γοητευόμαστε από τις απολίτικες σειρήνες που αποσκοπούν στην διάλυση δικαιωμάτων που έχουν δύσκολα κατακτηθεί, στον άυλο χώρο συμφερόντων χωρίς ταυτότητα.
Θέματα προς συζήτηση:
– Τι θα απαιτούσε η στροφή της σοσιαλδημοκρατίας στις αξίες της και πώς μπορούν να εφαρμοστούν για να γίνουν διακριτές;
– Πώς θα πείσουμε ξανά για τη συμμετοχή των πολλών μέσα από την εμβάθυνση της Δημοκρατίας απομακρύνοντας τους παράλληλα από την ψευδαίσθηση πως οι λύσεις έρχονται από την «ενός ανδρός αρχή», από κάποιο μεσσία ή μια «πεφωτισμένη δεσποτεία»;
– Θεωρείτε πως η πολιτική βρίσκεται σε ομηρία κι αν ναι, τι θα βλέπατε ως λύση;
Είναι θέμα προσώπων, ή θεσμικό;
Πόσο έχει συμβάλλει σε αυτό η επικράτηση του λαϊκισμού και ο συνακόλουθος εκμηδενισμός του θεσμικού χρήματος στην παραγωγή πολιτικών θέσεων και προτάσεων, τόσο από το κράτος, όσο και τα κόμματα;
– Η παράταση της κρίσης ισχυροποιεί τις δυνάμεις που τη δημιούργησαν, όσες δεν συνέλαβαν την ουσία και το μέγεθος του προβλήματος, όπως και όσες βασίζονται στο λαϊκισμό στην πλάτη όσων πλήττονται για να εντείνουν την ομηρία της πολιτικής, μέσα από το μίσος και τον απομονωτισμό.
Ποια πρέπει να είναι η θέση των κινημάτων, συνδικαλιστικών και μη, σε αυτό το πλαίσιο;
– Πώς μπορεί να διασωθεί το ευρωπαϊκό όραμα με επαναφορά στις ιδρυτικές της αξίες, ούτως ώστε να αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας της;
Η δημοσιονομική υπευθυνότητα εξυπακούεται, αλλά το κοινωνικό πρόσωπο και η λειτουργία της Δημοκρατίας προηγούνται.
– Πώς πείθεται ο πολίτης να επανέλθει στην πολιτική δράση, την ώρα που οι μισοί βρίσκονται γύρω ή κάτω από το όριο της φτώχειας; Μπορεί μόνη της η πολιτική τάξη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου