Σήμερα άκουσα τις ημερομηνίες
που θα δοθούν οι συντάξεις
– Ενωρίτερα για να μην τις βρει ο νέος χρόνος και κλάψει για την κατάντια τους
– Αλλά και τα δώρα που παίρνουν μόνο στον ιδιωτικό τομέα βέβαια, αφού οι δημόσιοι υπάλληλοι κι οι συνταξιούχοι θεωρούνται σήμερα προνομιούχοι κι άρχοντες στους οποίους καλό θα κάνει να μην παρατρώνε και χαλούν τη σιλουέτα τους.
Κι επειδή ο φίλος που μου έλεγε τους καημούς του χθες, είναι ένας απ’ αυτούς που καθημερινά μετρά κι υπολογίζει και το ελάχιστο για να μπορέσει να διεκπεραιώνει τις υπέρογκες και δυσανάλογες προς τα εισοδήματά του υποχρεώσεις και τα όσα τον στερούν από το να ζει μια αντάξια του μόχθου και των πεπραγμένων του καθημερινότητα, μου περιέγραψε το πώς μπήκε να κάνει αίτηση για το πολυδιαφημισμένο και με θεατρικό και πολύβουο τρόπο προβεβλημένο και θεσμοθετημένο έκτακτο βοήθημα από τους εκλεγμένους μας αντιπροσώπους στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Βέβαιος πως πληρούσε τα απαραίτητα για την απόκτησή του, ισχνά εισοδήματα, υπερβέβαιος πως τα περιουσιακά του στοιχεία ήταν κάτι λιγότερα από του συχωρεμένου του Διογένη και σίγουρος για το δικαίωμα που θα τον βοηθούσε να δώσει ένα μπουναμά στα εγγόνια του και ένα φιλοδώρημα στα παιδάκια που θα του έλεγαν τα κάλαντα, φαντάζεστε πώς γκρεμίστηκε και σωριάστηκε στην θέα του «αποκλείεται σου είπα, αποκλείεται σου λέω» που του πέταξε στη μούρη το απρόσωπο κι ανάλγητο TAΧIS.
«Μα, πώς;», αναρωτήθηκε και ξανάκανε την αίτηση για να βεβαιωθεί.
Μια από τα ίδια κι η δεύτερη αρνητική απάντηση που πήρε.
Μέχρι που τηλεφώνησε και στον λογιστή του
– Ο μεγαλοεισοδηματίας που χρήζει και την βοήθεια λογιστού, τρομάρα του
– Και τότε η λύση στην απορία του βρέθηκε κι έλαμψε η αλήθεια της πραγματικής υπέρογκης οικονομικής του επιφάνειας! «Πράγματι», του είπε ο λογιστής, «το εισόδημά σου στον χρόνο που πέρασε ήταν 8.925,00 ευρώ και ως εκ τούτου το επίδομα το δικαιούσαι…»
«Α… Είπα κι εγώ…», αναφώνησε ανακουφισμένος.
«Ναι… αλλά…», συνέχισε ο άλλος και του ’σβησε το χαμόγελο.
«Θυμάσαι πέρσι τέτοιες μέρες, που σου έδωσαν οι καλοί μας άρχοντες 300 ευρουλάκια επίδομα και συ καταχάρηκες και βγήκες να το σκορπίσεις στην αγορά, όπως σε προέτρεψαν τα ΜΜΕ κι ο ενθουσιασμός για τον ξαφνικό πλουτισμό, μπας και την ζεστάνεις;»
«…Ναι …και;» «Πρόσθεση ξέρεις…», αγανάχτησε ο λογιστής που δεν μπορούσε να δει ο πελάτης του το προφανές και συνέχισε. «Πόσο κάνουν 8925 και 300 ευρώ;»
«Ε…», άρχισε το λογαριασμό ο δικός μου. «9 χιλιάρικα και 225 ευρώ μας κάνουν και μην πολυλογούμε…», συνέχισε ο λογιστής, σαν να τον μάλωνε για την αχορταγιά του και την πρόθεσή του ν’ αρπάξει το επίδομα που δεν δικαιούται από το στόμα τον υπολοίπων που το έχουν ανάγκη.
που θα δοθούν οι συντάξεις
– Ενωρίτερα για να μην τις βρει ο νέος χρόνος και κλάψει για την κατάντια τους
– Αλλά και τα δώρα που παίρνουν μόνο στον ιδιωτικό τομέα βέβαια, αφού οι δημόσιοι υπάλληλοι κι οι συνταξιούχοι θεωρούνται σήμερα προνομιούχοι κι άρχοντες στους οποίους καλό θα κάνει να μην παρατρώνε και χαλούν τη σιλουέτα τους.
Κι επειδή ο φίλος που μου έλεγε τους καημούς του χθες, είναι ένας απ’ αυτούς που καθημερινά μετρά κι υπολογίζει και το ελάχιστο για να μπορέσει να διεκπεραιώνει τις υπέρογκες και δυσανάλογες προς τα εισοδήματά του υποχρεώσεις και τα όσα τον στερούν από το να ζει μια αντάξια του μόχθου και των πεπραγμένων του καθημερινότητα, μου περιέγραψε το πώς μπήκε να κάνει αίτηση για το πολυδιαφημισμένο και με θεατρικό και πολύβουο τρόπο προβεβλημένο και θεσμοθετημένο έκτακτο βοήθημα από τους εκλεγμένους μας αντιπροσώπους στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Βέβαιος πως πληρούσε τα απαραίτητα για την απόκτησή του, ισχνά εισοδήματα, υπερβέβαιος πως τα περιουσιακά του στοιχεία ήταν κάτι λιγότερα από του συχωρεμένου του Διογένη και σίγουρος για το δικαίωμα που θα τον βοηθούσε να δώσει ένα μπουναμά στα εγγόνια του και ένα φιλοδώρημα στα παιδάκια που θα του έλεγαν τα κάλαντα, φαντάζεστε πώς γκρεμίστηκε και σωριάστηκε στην θέα του «αποκλείεται σου είπα, αποκλείεται σου λέω» που του πέταξε στη μούρη το απρόσωπο κι ανάλγητο TAΧIS.
«Μα, πώς;», αναρωτήθηκε και ξανάκανε την αίτηση για να βεβαιωθεί.
Μια από τα ίδια κι η δεύτερη αρνητική απάντηση που πήρε.
Μέχρι που τηλεφώνησε και στον λογιστή του
– Ο μεγαλοεισοδηματίας που χρήζει και την βοήθεια λογιστού, τρομάρα του
– Και τότε η λύση στην απορία του βρέθηκε κι έλαμψε η αλήθεια της πραγματικής υπέρογκης οικονομικής του επιφάνειας! «Πράγματι», του είπε ο λογιστής, «το εισόδημά σου στον χρόνο που πέρασε ήταν 8.925,00 ευρώ και ως εκ τούτου το επίδομα το δικαιούσαι…»
«Α… Είπα κι εγώ…», αναφώνησε ανακουφισμένος.
«Ναι… αλλά…», συνέχισε ο άλλος και του ’σβησε το χαμόγελο.
«Θυμάσαι πέρσι τέτοιες μέρες, που σου έδωσαν οι καλοί μας άρχοντες 300 ευρουλάκια επίδομα και συ καταχάρηκες και βγήκες να το σκορπίσεις στην αγορά, όπως σε προέτρεψαν τα ΜΜΕ κι ο ενθουσιασμός για τον ξαφνικό πλουτισμό, μπας και την ζεστάνεις;»
«…Ναι …και;» «Πρόσθεση ξέρεις…», αγανάχτησε ο λογιστής που δεν μπορούσε να δει ο πελάτης του το προφανές και συνέχισε. «Πόσο κάνουν 8925 και 300 ευρώ;»
«Ε…», άρχισε το λογαριασμό ο δικός μου. «9 χιλιάρικα και 225 ευρώ μας κάνουν και μην πολυλογούμε…», συνέχισε ο λογιστής, σαν να τον μάλωνε για την αχορταγιά του και την πρόθεσή του ν’ αρπάξει το επίδομα που δεν δικαιούται από το στόμα τον υπολοίπων που το έχουν ανάγκη.
«Άρα, είσαι πάνω από το όριο του εισοδήματος και μην αναρωτιέσαι… Περαστικά και του χρόνου που θα είσαι κάτω από τις 9.000, περίμενε και θα το δικαιούσαι κι εσύ».
«Καλοφάγωτα λοιπόν τα μπερκέτια», του είπα κι εγώ, «και του χρόνου μη χειρότερα»…
ΠΗΓΗ: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΥΡΡΗ-ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου