ο Ντοστογιέφσκι
Για τον φόβο.??
Που δεν σε αφήνει να κοιμηθείς
O Ντοστογιέφσκι δεν έγραψε για τον φόβο με τον τρόπο που το κάνουν τα μυθιστορήματα τρόμου.
Ο φόβος του δεν έχει κυνόδοντες, φαντάσματα, σκιές που σέρνονται στο σκοτάδι. Αντίθετα, ζει μέσα στους χαρακτήρες του στη συνείδησή τους, στην ενοχή τους, στην τρομακτική συνειδητοποίηση ότι τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνη από τον εαυτό τους.
Για τον Ντοστογιέφσκι, ο φόβος δεν είναι απλώς μια αντίδραση στον κίνδυνο. Είναι ένας καθρέφτης και αντικατοπτρίζει τη σύγκρουση της ψυχής με την αλήθεια, με την ελευθερία, με το αβάσταχτο βάρος της ηθικής επιλογής. Οι ήρωες του δεν τρέχουν να ξεφύγουν από τέρατα, τρέχουν να ξεφύγουν από τον εαυτό τους.
Το να διαβάζεις Ντοστογιέφσκι σημαίνει να αντιμετωπίζεις το άγος της ύπαρξης, τον φόβο ότι ακόμα αν κανείς δεν σε βλέπει, ο θεός μπορεί να σε βλέπει ή ακόμα χειρότερα εσύ μπορείς να βλέπεις τον εαυτό σου και ίσως αυτό είναι το πιο τρομακτικό πράγμα από όλα.
(Διαβάστε το λογοτεχνικό απόσπασμα παρακάτω)
Ας διαβάσουμε και τον φόβο του Ρασκόλνικοφ στο «Έγκλημα και Τιμωρία».
«Ο τρόμος τον κυρίευε όλο και περισσότερο, ιδίως μετά το δεύτερο φόνο, που ήτανε εντελώς αναπάντεχος γι’ αυτόν. Βιαζότανε να φύγει από δω μέσα. Αν αυτή τη στιγμή βρισκότανε σε κατάσταση να βλέπει και να καταλαβαίνει καλύτερα τη θέση του, αν μπορούσε να ιδεί, έστω και από μακριά, όλες τις δυσκολίες, όλη την απελπισία κι όλα τα εμπόδια που απέμεναν ακόμη να ξεπεράσει, ίσως και τα εγκλήματα που είχε ακόμα να διαπράξει, ώσπου να μπορέσει να ξεγλιστρήσει από δω και να γυρίσει στο σπίτι του, τότε σίγουρα θα παρατούσε απ’ τα τώρα κάθε απόπειρα και θα πήγαινε από μόνος του να παραδοθεί, όχι από φόβο, αλλά από φρίκη και αηδία γι’ αυτό που έκανε.
Το μόνο που ήξερε και που αισθανότανε καλά ήταν πως όλα έπρεπε να γίνουν όσο μπορούσε πιο γρήγορα, όσο μπορούσε πιο προσεχτικά, και πως δεν έπρεπε να χάνεται ούτε στιγμή. Δεν μπορούσε όμως καθόλου να σκεφτεί ή να αποφασίσει τίποτα λογικό. Του φαινότανε πως το μυαλό του λες και είχε σταματήσει. Αντί για σκέψη, βίωνε μια παράλογη φρενίτιδα, που τον ωθούσε τυφλά σε κάθε κίνησή του.
Έβγαινε από το δωμάτιο σαν υπνωτισμένος, χωρίς καν να ρίξει μια τελευταία ματιά γύρω του, χωρίς να σιγουρευτεί πως όλα ήταν όπως έπρεπε. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, τα χέρια του έτρεμαν, και στα αυτιά του βούιζε κάτι ακαθόριστο. Κάθε ήχος τού φαινότανε απειλητικός. Δεν ήταν πια απλώς ένοχος — είχε γίνει έρμαιο του ίδιου του του εγκλήματος, και ο φόβος τον είχε καταπιεί ολόκληρο».
Πηγή: Lavart.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου