Βρισκόμαστε.!!
Στην καρδιά...
Του καλοκαιριού
Και ο Αύγουστος φέρνει μαζί του τις πιο μαγικές νύχτες του χρόνου
και το ολόγιομο Αυγουστιάτικο φεγγάρι!!!
Βασίλης Λάμπογλου!
Σε ότι μας πρόσφερε την αθανασία -έστω και πρόσκαιρα-.
Στη Νταμούχαρη όμωs, φώλευε ο ακαταμάχητος Ίμεροs .
Αυτή η ακόλουθοs θεότητα τηs Aφροδίτηs ,αδελφόs του Έρωτα και του Αντέρωτα και προσωποποίηση τηs ερωτικήs επιθυμίαs.
Και o Πόθοs,παίρνονταs την μορφή
"από τα λυτά της μαλλιά,που την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε'', ανάγκαζε τον ποιητή να αναρωτιέται
''σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό μαγικό μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε
από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως
που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε'' και ξελόγιαζε νου, καρδιά και σώμα και ο Νικόλαs τηs Παπάφη αντίκρυζε ολάκερο τον κόσμο
"Μες το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός αστράφτει συννεφιάζει αναδιπλώνεται
μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως
φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται
και φέγγει από μέσα η φυλακή.''
Και ο ίδιοs αργότερα περιγράφονταs την τιτάνια μάχη επικράτησηs μεταξύ Φύσηs και Θέσηs έλεγε . “Έπεσα μπροστά σε μια φοβερή καλλονή.. και φοβήθηκα τόσο πολύ...φοβήθηκα να ερωτευτώ...και επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη τρέχοντας...κλείστηκα στο σπίτι...και έγραψα τον Αύγουστο...”
Ο Νικόλαs θα κλειστεί με την κιθάρα του στο studio λοιπόν και θα ξεκινήσει να γράφει.
Και η Μάνητα η ερωτική,πόνοs γινόταν και ο έρμοs αποκαλυπτικά ξεδιπλώνοταν σε νότεs,στίχουs,μελωδία.
Αυτό το ανολοκλήρωτο, πωs διαλαλεί τα μύχια ενίοτε.
Αργά το βράδυ εκείνη την ημέρα του χτυπάει την πόρτα ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, που τότε έμενε στον πάνω όροφο .
“Για να δω τι γράφεις...”, προκάλεσε ο ποιητής τον νεαρό καλλιτέχνη!
Η πρώτη στροφή του τραγουδιού ήταν μια προσπάθεια του Παπάζογλου να περιγράψει τον φόβο, που γεννάει η υπερβολική χαρά και ευτυχία!
''Ο φόβος ότι εκείνη την στιγμή, στο φανταστικό ισοζύγιο, την στερείς από κάποιον άλλον!
Αυτή την αίσθηση ότι κλέβεις από τον κοινό πλούτο χαράς...ότι κάποιοι άλλοι θα υποφέρουν, επειδή εσύ έχεις λίγη περισσότερη χαρά....το κυνήγι του κοσμικού μπαλάντζου...”,
όπως θα το περιγράψει αρκετά χρόνια μετά ο ίδιος στον Λευτέρη Παπαδόπουλο.
Ο στίχος, λοιπόν, που διάβασε ο Χριστιανόπουλος ήταν κάπως έτσι:
''Μα γιατί το τραγούδι να `ναι λυπητερό, ενώ η ψυχή μου είναι σε τέτοια ανάταση, γιατί να μην γιορτάζει κι αυτή, μαζί μου εδώ στην έκσταση”.
Το κοιτάει ο ποιητής και απευθυνόμενος στον Παπάζογλου του λέει:
- Αυτό δεν είναι τραγούδι, είναι ποίημα!
- Μα πως, έχω και την μουσική.
- Παίξ’ την!
Πήρε την κιθάρα ο Παπάζογλου και ξεκίνησε να παίζει.
Όταν τελείωσε το τραγούδι, ο Χριστιανόπουλος πήρε ένα μολύβι και άρχισε να διαγράφει, μονολογώντας:
“έκσταση...έξαψη...τα αφηρημένα ουσιαστικά έξω! Είναι ευκολία!”
Όταν έφυγε ο ποιητής, ο Νίκος Παπάζογλου πήρε την κιθάρα του και τελικά έδωσε στο τραγούδι την μορφή που όλοι σιγοψιθυρίζουμε όταν ομορφαίνει ο Κόσμοs μαs.
''Μα γιατί το τραγούδι να `ναι λυπητερό
με μιας θαρρείς κι απ’ την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και με `πνιξε
φυλάξου για το τέλος θα μου πεις.
Σ’ αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω
κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος
λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ
ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος
κουράγιο θα περάσει θα μου πεις.
Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό.
Σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό μαγικό
μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε
από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως
που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε
κι εγώ ο τυχερός που το `χει δει.
Μες το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός
αστράφτει συννεφιάζει αναδιπλώνεται
μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως
φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται
και φέγγει από μέσα η φυλακή.
Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό.''
Να'σαι καλά κοπελιά τηs Νταμούχαρηs με τα λυτά μαλλιά,που στραφτάλισεs την ομορφιά σου στιs Αυγουστιάτικεs θαλασσέs μαs.
Nα 'σαι καλά βρε Νικόλα που παράξενα -αλήθεια είναι-ημέρωσεs τον Ίμερο τηs νιότηs σου.
-''Και η σύζυγός σου πώς ένιωσε όταν έμαθε ότι έγραψες ένα τραγούδι για κάποια άλλη γυναίκα;
Δεν ζήλεψε, δεν στενοχωρήθηκε ?'', ρώτησαν κάποτε τον Νίκο.
''Όχι, επειδή ξέρει ότι για εκείνη έχω γράψει όλα τα υπόλοιπα», απάντησε ο Νικόλαs με το κόκκινο μανδήλι.''
-Στράτα καλή να'χουμε λοιπόν ...
στην ομορφότερη δικαιολογία του Χρόνου.
ΠΗΓΗ:Αμαλία Αντωνίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου