Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

ο Μπαϊρακτάρης !

 οι Μόρτες, οι Μάγκες, 

και ο Κουτσαβάκης



Μόρτες, μάγκες, ο Κουτσαβάκης και ο  Μπαϊρακτάρης
Πάνε, πια, πάρα πολλά χρόνια, αφ’ ότου ο Πειραιάς έπαψε  νάχει  μάγκες. 
Η ιστορία τους σταμάτησε  στα 1940 με 1950, χωρίς οι τελευταίοι εκπρόσωποι του είδους να έχουν την αίγλη των πρώτων, έστω αν η «βασιλεία» τους κράτησε πάνω από 100 χρόνια. Όλα, βλέπετε, εκφυλίζονται!
     Πολλοί συγχέουν το «μόρτης» με το «μάγκας». Το όνο­μα «μόρτης», όμως, βγαίνει από την Ιταλική λέξη «μόρτο» που σημαίνει θάνατος. Όταν, τον Μεσαίωνα, είχε πέσει στην Ευρώπη το «μαύρο θανατικό», δηλαδή η χο­λέρα, στη Φλωρεντία, που εί­χε και τα περισσότερα θύμα­τα, δεν υπήρχαν πια νεκροθά­φτες για να θάψουν τους πε­θαμένους.
Οι πλούσιοι κάτοι­κοι της πόλεως τότε, για να μην αφήνουν  τους νεκρούς τους στους δρόμους πλήρωναν με­γάλα ποσά σ’ αυτούς που θα τους έθαβαν.  Έτσι, όλα τ’ αποβράσματα της κοινωνίας, βρήκαν την ευκαιρία να πλουτίσουν. 
      Σχημάτισαν, λοιπόν,  διάφορες ομάδες, που   τις ονόμασαν «μορταρίες»  και α­νελάμβαναν να   θάβουν     τους πεθαμένους   Κι’  από  τότε η λέξη σήμαινε κακοποιό και α­λήτη, ενώ στην εποχή μας α­κούγεται συχνά, χωρίς να σοκάρει,    και σημαίνει  έξυπνος, πονηρός!..

      Αντίθετα, η λέξη «μάγκας» έχει την προέλευση της στα η­ρωικά ελληνικά χρόνια. Κα­τά την εποχή του απελευθερω­τικού μας Αγώνα  οι στρατολογούμενοι από τους οπλαρχηγούς,, διαιρούντο σε δυο ενωματίες. Κάθε ενωματία ονομαζόταν «Μάγκα» και ο αρ­χηγός της «Μάγκατζης». Ήταν τιμή και δόξα, λοιπόν, να είσαι Μάγκας ή να ανήκεις στους Μάγκες. Ξαφνικά, όμως, συνέβησαν τα γεγονότα που έδωσαν κα­κή σημασία στη λέξη: Στις 7 Δεκεμβρίου 1831, οι πληρε­ξούσιοι της «εν Αργεί  Εθνι­κής Συνελεύσεως», ήρθαν στα χέρια και χωρίστηκαν σε δυο κόμματα. Ο Ιωάννης Κωλέττης, τότε, ακολουθούμενος α­πό πολλούς πληρεξουσίους και οπλαρχηγούς Στερεοελλαδίτες, άρχισε να στρατολογεί οπλοφόρους για να πάει στο Ναύπλιο να καθαιρέσει  τον Αυγουστίνο Καποδίστρια. που, μετά τη δολοφονία του αδελφού του, είχε αναγνωρισθεί από το αντίθετο κόμμα, Κυ­βερνήτης της Ελλάδος.
    Ο Κωλέττης στρατολογού­σε κάθε άτακτο στοιχείο κι’ έτσι δημιούργησε ένα μπουλούκι από κακοποιούς, που  έκα­ναν τόσες αταξίες και κλε­ψιές, ώστε οι άλλοι Μάγκες των διαφόρων οπλαρχηγών  ονόμασαν – κατ’ ευφημισμό — τους Μάγκες του Κωλέττης «Μοσχομάγκες»,  αντί Βρωμομάγκες. Έτσι, όλοι οι οπα­δοί του Κωλεττικού  κόμματος πήραν τ’ όνομα Μοσχαμάγκες και το κόμμα του Μοσχομαγκιτικό.
      Με τον καιρό όταν στα 1843, ο Κωλέττης σχημάτισε Κυβέρνηση, μάγκες και μοσχομάγκες ονομάστηκαν ό­λα τα χαμίνια που έβρισκαν άσυλο στα διάφορα υπόγεια, και στους «τεκέδες».
      Υπήρχαν, λοιπόν, τριών λο­γιών ……..κακοποιοί την εποχή ε­κείνη : οι Μόρτες, οι Μάγκες και οι Μοσχομάγκες. Λίγο αρ­γότερα, προστέθηκαν σ’ αυ­τούς οι Νταήδες και οι Αντάμηδες, που ήταν, όμως, πα­ρακλάδια των πρώτων. Οι τελευταίοι έκαναν δικό τους «σινάφι» που τρομοκρατούσαν τα «πέριξ» με κλεψιές……μαχαιρώματα και φόνους καμιά φορά. Για να περάσει κανείς βράδυ από τις γειτονιές τους (Δραπετσώνα, Χατζηκυριάκειο, Καμίνια) — αν δεν ήταν κάτοικος της συνοικίας— έπρεπε να πληρώσει τον απα­ραίτητο φόρο. Αν ήταν φτωχαδάκι, περιορίζονταν μόνο στην καπνοσακούλα του.  Αν καταλάβαιναν, όμως, ότι το έλεγε  η τσέπη του δεν του άφηναν τίποτα. Του έπαιρναν πορτοφόλι, ρολόι, αλυσίδα, μπαστούνι καπέλο και ακό­μα σακάκι, παντελόνι και παπούτσια. Όλο αυτό το «πλιάτσικο» το έβρισκες την επομένη  στα παλιατζίδικα, να πουλιέται σε «τιμή ευκαι­ρίας» !
      Όλοι αυτοί ε χρησιμοποιούντο από τα διάφορα κόμματα ως μπράβοι  και τραμπούκοι. Φορούσαν ειδική περιβολή, μαύρο στενό παντελόνι, μεσάτο σακάκι, που περνούσαν μόνο το ένα του μανίκι, κόκκινο ζωνάρι, που άφηναν τη  μια του άκρη να σέρνεται, πολύ μυτερό μποτίνι με κουμπιά στο πλάι και ψηλό τακούνι, σκληρό «καβουράκι» πάνω σε λαδωμένες αφέλειες και μπαρμπέτες, χοντρό δαχτυλίδι από  ασήμι με νεκροκεφαλή στη μέση και κομπολόι.

Μερικοί έβαζαν και σκουλαρίκι στο αριστερό τους αυτί.  Κάτι που κάνουν και σήμερα 2009 πολλοί άνδρες. Ακόμα και το βάδισμά τους ήταν ιδιόρρυθμο: Έκαναν μικρά και πηδηχτά βήματα κι’ έγερναν ολόκληροι από το δεξιό πλευρό. Όσο δε πιο βραχνή ήταν η  φωνή τους, τό­σο και πιο «σκληροί» άντρες εθεωρούντο.
     Τα πραγματικά τους ονόμα­τα είχαν εξαφανισθεί. Όλοι είχαν παρατσούκλια: Ο Βρα­χνός, ο Αράπης, ο Αγγινάρας, ο Μάπας, ο Κεφτές, ο Στραβαρίδας, ο Χηρογιός, ο Μαχαιράκιας, ο Σουγιάς και άλλα.
                  Ο   ΔΗΜΗΤΡΗΣ   ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗΣ
      Από τους πιο ονομαστούς  μάγκες του Πειραιά ήταν ο Δημήτρης Κουτσαβάκης. Γεννήθηκε από πατέρα μάγκα και αργότερα έγινε βαρκάρης.Ο Κουτσαβάκης ήταν πασίγνωστος στον Πειραιά και τον έτρεμαν όλα τα λι­μάνια της περιοχής.
     Τον Απρίλιο του 1864  κατετάγη στο  Ιππικό, με τον Διονύση Διονυσιάδη αργότερα ιδρυτή του ομώνυμο Θεάτρου,  τον επιλεγόμενο «το παιδί της χήρας».
      Έτσι, ο Κουτσαβάκης, ιππεύς τώρα του Στρατού, έγινε αρχηγός παρέας αποτελού­μενης από τον Διονυσιάδη. τον Μπεκάτσα, τον Αϊβαλιώτη. τον Γκράβιζα και τον Ψαρώνη, που κατέβαιναν κάθε τόσο στην Αγορά και στις συνοικίες κι’ έσπαζαν στο ξύ­λο τους πρώην… συναδέλ­φους τους!
      Η αστυνομία τους υποβοηθούσε ή μάλλον  έκανε τα στραβά μάτια. Κατά τα άλ­λα, ήταν καλοί στρατιώτες, ντυμένοι πάντα καθαρά και κομψά, πειθαρχικότατοι στους ανωτέρους τους κι’ όταν δεν είχαν υπηρεσία, πήγαιναν στις διάφορες μικροταβέρνες, έ­πιναν τη ρετσίνα τους κι’ έ­λεγαν τα τραγουδάκια τους.
       Ο Κουτσαβάκης είχε περίφημη φωνή κι’ έπαιζε θαυμά­σια κιθάρα. “Όταν τραγου­δούσε, σώπαιναν όλοι για ν’ ακούσουν την «κελαϊδίστρα» του. Στις γειτονιές μισάνοι­γαν τα «γρίλια» των παραθύ­ρων κι’ οι κοπέλες αναστέ­ναζαν.
      Όταν απολύθηκε από το Στρατό, ο Κουτσαβάκης, έγινε βαρκάρης, παντρεύτηκε κι’ έ­κανε παιδιά, που τα σπούδα­σε. Πέθανε γέρος και φτωχός στον Πειραιά. Οι συνάδελφοί του, βαρκάρηδες, τον έθαψαν με συνεισφορά. Άφησε, όμως, κληρονομιά περίβλεπτη… Το όνομά του σε όλους τους ψευτοπαλληκαράδες του μέλλον­τος ενώ αυτός, τουλάχιστον, είχε καρδιά…

Στο μπαρ ” ΜΑΡΚΟΣ” στα Άσπρα Χώματα Παλαιάς Κοκκινιάς, Στράτος, Μάρκος, Μπάτης,  Δεληάς, η κομπανία  “ΤΕΤΡΑΣ”.
     Οι τελευταίοι μάγκες του Πειραιά, ήταν κυρίως όσοι έπιασαν στα χέρια τους το «μπουζούκι»: Ο Βαμβακάρης, ο Μπάτης, ο Κερομύτης, ο Γκόγκος, ο Παναγιώτης Τούντας,ο Σ. Περιστέρης,  ο Ανέστης Δελιάς, ο Παπαϊωάννου  και  τόσοι άλλοι. Αλλά  αυτοί ήταν αριστοκράτες μάγκες. Γι’ αυτό ίσως και η «μαγκιά»,  με την παλιά  της έννοια, εκφυλίστηκε!

                    Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ  ΜΠΑΪΡΑΚΤΑΡΗΣ
Ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης αξιωματικός του Στρατού διορίστηκε από τον  Χαρίλαο Τρικούπη, διευθυντής της αστυνομίας για να καθαρίσει την Αθήνα από τα κακοποιά στοιχεία. Οι Αθηναίοι του 1890 στέναζαν από τους τραμπούκους, τους μάγκες, τους ληστές αλλά και τους γραφικούς…… «κουτσαβάκηδες» που είχαν το άντρο τους στη συνοικία του Ψυρρή, όπου κανείς δεν τολμούσε να μπει. Ούτε κι αυτή η αστυνομία! Αλλά ο Μπαϊρακτάρης με τον βούρδουλα στο χέρι και μερικούς αστυφύλακες τσάκισε τους κακοποιούς μέσα στο άντρο τους. Τους έκοβε το μανίκι, που δεν φορούσαν ποτέ για να χειρίζονται με ευκολία το μαχαίρι, ψαλίδιζε τις μύτες των παπουτσιών αλλά και το μισό μουστάκι. Αυτό ανάγκαζε τους μάγκες κουτσαβάκηδες να εξαφανιστούν από την πιάτσα για μεγάλο διάστημα έως ότου μεγαλώσει το μουστάκι.
     Κατά τους Ολυμπιακούς του 1896 έφερε τους κλέφτες πορτοφολάδες στο φιλότιμο και δεν έγινε καμιά κλοπή για να μην ρεζιλευτεί η Ελλάδα. Τους έκανε αστυνόμους και κυνηγούσαν τους ξένους πορτοφολάδες!
     Ο Μπαϊρακτάρης ήταν τολμηρός, δίκαιος και σκληρός, άνθρωπος του καθήκοντος. Χαστούκισε μάλιστα έναν κομματάρχη του Τρικούπη όταν του ζήτησε να βγάλει από το κρατητήριο κάποιον εγκληματία που ήταν του κόμματος.
Στα «Παρκερικά» ξυλοκόπησε δυο Άγγλους ναύτες και τους πέταξε στη θάλασσα γιατί πείραξαν μια Ελληνίδα. Εκείνος έπεισε τον Τρικούπη να ψηφίσει το νόμο για τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων.
   Εξιχνίασε με πρωτότυπο τρόπο πολλά  εγκλήματα που διαπράχτηκαν στην Αθήνα, και  συνέβαλε  στην αντιμετώπιση των γυμνιστών στο Φάληρο.

Μάγκας (χαρακτήρας)

Ο μάγκας, συνήθης κοινωνικός χαρακτήρας της προπολεμικής περιόδου, στυλιζαρισμένη μορφή της περιοδολόγησης του ρεμπέτικου και του μεσοπολέμου ήταν κυρίως άντρας των λαϊκών αστικών στρωμάτων που χαρακτηριζόταν από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση, καθώς και από ιδιάζουσα εμφάνιση ή συμπεριφορά. Συνηθισμένα στην εμφάνιση του μάγκα ήταν το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα και το κομπολόι. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα -μαχαίρια και πιστόλια- που κουβαλούσαν. Περπατούσαν με ιδιόρρυθμο τρόπο, σα να κουτσαίνουν – από κει και το κουτσαβάκης, φορώντας μόνο το ένα μανίκι απ’ το σακάκι.
Οι μάγκες εμφανίστηκαν ως κουτσαβάκηδες γύρω στα 1870 και έδρασαν περίπου μέχρι το 1892, οπότε ο τότε διευθυντής της αστυνομίας Μπαϊρακτάρης τους κυνήγησε αλύπητα. Εκτός από τη φυλάκιση και το κούρεμα με την ψιλή, έδωσε εντολή να τους κόβουν το μισό μουστάκι (υποχρεώνοντας τους να ξυρίσουν και το άλλο μισό – θανάσιμη προσβολή για τους μάγκες της εποχής). Τους έκοβε επίσης τις μύτες απ’ τα παπούτσια και το μανίκι που κρεμόταν. Το 1896 πάντως, κατά τους πρώτους ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, οι κουτσαβάκηδες επιστρατεύτηκαν απ΄την αστυνομία, προκειμένου να κατασταλεί η ξενόφερτη εγκληματικότητα.

Αργότερα, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο τύπος του μάγκα γνώρισε καινούργια αναβίωση, αυτή τη φορά συνδεμένος με την κουλτούρα της ρεμπέτικης μουσικής.
Η ελληνική λαϊκή μουσική έχει αφιερώσει αρκετά τραγούδια της στην περιγραφή και τις συνήθειες του μάγκα (βλ. Του Βοτανικού ο Μάγκας, Ε ντε λα μαγκέ ντε Βοτανίκ, Πούσουν μάγκα το Χειμώνα, ή Μάγκας βγήκε για σεργιάνι κ.ά.). Για την ετυμολογία της λέξης υπάρχουν αρκετές απόψεις:
  • από τη μάγκα = ενωμοτία άτακτων πολεμιστών (Αλβ.)
  • από το Λατινικό mango, -onis ( Ν. Ανδριώτης)
  • από το manika κατά τον Γ. Μπαμπινιώτη με την ερμηνεία ότι υπήρχε η συνήθεια να δίνονται σε ευγενείς ιππότες τα μανίκια των κυριών της αυλής.
Σήμερα ο ίδιος όρος εφαρμόζεται, μεταφορικά, για τον λαϊκό παλικαρά, άτομο που επιδεικνύει προκλητικά ή επιθετικά τη δύναμή του στον κοινωνικό περίγυρο. Χρησιμοποιείται καμιά φορά και υποτιμητικά σε φράσεις όπως “κάνει το μάγκα”, “τζάμπα μάγκες”.
Συνθετικές λέξεις: “βαρύμαγκας”, “ψευτόμαγκας”

Κουτσαβάκης

Με τη χαρακτηριστική προσωνυμία κουτσαβάκης, ή και κουτσαβάκη (το), (πληθυντικός: κουτσαβάκηδες ή κουτσαβάκια) φέρονταν στη Παλιά Αθήνα, περί το τέλος της Βασιλείας του Όθωνα και αρχές της Βασιλείας του Γεωργίου του Α΄ διάφοροι υποδεικνυόμενοι ως δήθεν παλικαράδες κοινώς “ψευτόμαγκες”.
Η προσωνυμία αυτή κατά την επικρατέστερη άποψη προέρχεται εκ του “κουτσά” + “βαίνω”, δηλαδή περπατώ σαν κουτσός χωλός, και αυτό επειδή οι τύποι αυτοί, οι κουτσαβάκηδες χάριν επίδειξης βάδιζαν αργά χαμηλώνοντας εναλλάξ τους ώμους τους κατ΄ αντίστοιχο πόδι, γυρνώντας ομοίως ελαφρά κατά πλευρά, το κεφάλι. Οι κουτσαβάκηδες σύχναζαν κυρίως στη περιοχή του Ψειρή, οι δε περίεργες συνήθειές τους και οι κάποιοι άθλοι τους άφησαν ιδιαίτερο λαογραφικό στίγμα για την εποχή τους.
Τους κουτσαβάκηδες διακωμώδησαν πολλοί νεότεροι Έλληνες ηθοποιοί του κινηματογράφου, όπως ο Νίκος Φέρμας αλλά κυρίως, σε αντίθεση με το ύψος του, ο Νίκος Ρίζος. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου τον ακολουθεί κατά ίδιο βάδισμα και κινήσεις ο Κώστας Χατζηχρήστος στη ταινία “Της κακομοίρας”.

Μπαϊράκι

Η λέξη Μπαϊράκι προέρχεται εκ της τουρκικής (bayrak) και αυτή εκ παραφθοράς εκ της περσικής: Μπαϊράκ (= Σημαία), που σημαίνει μικρό λάβαρο, ή σημαία μικρή, εξ ου και Μπαϊρακτάρης (= ο Σημαιοφόρος), και αυτό εκ παραφθοράς του μπαργιάκ + ντάρ (σημαία + ο φέρων).
Μπαϊράκια καλούνταν, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, ειδικοί στρατιωτικοί επισείοντες που χρησιμοποιήθηκαν έντονα από τα αντάρτικα σώματα, (όχι απ΄όλα), στην περίοδο της Εθνεγερσίας του 21¹, κυρίως ως διακριτικό ομάδων της κλεφτουριάς, αλλά και στα αρματολίκια.
Οι σημαντικότεροι οπλαρχηγοί και αγωνιστές, όπως ο Κολοκοτρώνης, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Ζαχαριάς, ο Βλαχάβας κ.ά. είχαν ο καθένας χαρακτηριστικό μπαϊράκι με ιδιαίτερα χρώματα ή γράμματα προκειμένου ν΄ αναγνωρίζονται μεταξύ τους τα υπ΄ αυτών ένοπλα σώματα. Το μπαϊράκι αυτό, ή και φλάμπουρο λεγόμενο, σήκωνε ο ανδρειότερος της ομάδας που ονομάζονταν μπαϊρακτάρης ή φλαμπουριάρης.
Με τον καιρό ο χαρακτηρισμός αυτός έγινε πατρωνυμικό επίθετο, (π.χ. Δημήτριος Μπαϊρακτάρης) και ονομασία περιοχών.
Πολλά κλέφτικα τραγούδια αναφέρονται τόσο στα μπαϊράκια και τα φλάμπουρα όσο και στις παντιέρες, όπως:
Εγώ μ΄ ο γέρος Όλυμπος, στο κόσμο ξακουσμένος
Έχω σαράντα διό κορφές κ΄ εξήντα διό βρυσούλες
Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης
…………………………………………
Πούταν στους κάμπους φλάμπουρο και στις κορφές μπαϊράκι
………………………………………………
Μαύρο καράβι αρμένιζε στα μέρη της Κασσάντρας
είχε πανιά κατάμαυρα και τ΄ ουρανού παντιέρα.
……………………………………………

  • (¹) Κατά την εθνεγερσία του 1821 διευκρινίζεται πως τα φλάμπουρα ήταν συνήθως μονόχρωμα και ελάχιστα δίχρωμα υφασμάτινα σήματα, κατά το βυζαντινό φλάμουλο, (εκ του λατινικού flammulum) που έφεραν σταυρό και είχαν τριγωνικό σχήμα δηλαδή της φλόγας. Μ΄ αυτά παρουσιάζονταν οι αρματολοί στις διάφορες γιορτές και τα πανηγύρια, (στους κάμπους), σε αντίθεση με τα μπαϊράκια που αποτελούσαν τα κυρίως πολεμικά σήματα αναγνώρισης των διαφόρων μονάδων, (αρματολίκια), στις κορυφές των βουνών. Τέλος οι καραβοκύρηδες και θαλασσομάχοι της εποχής χρησιμοποιούσαν αντίστοιχα τον όρο παντιέρα, κατά τον όρο της σημαίας, δηλαδή παραλληλογράμμου σχήματος. Απόηχος εκείνων των πανηγυριών είναι ο σημερινός ακολουθούμενος εξωτερικός στολισμός των εκκλησιών με φλάμπουρα, την ημέρα της εορτής των.


Εκφράσεις

Σήμερα ο όρος αυτός στη νεοελληνική χρησιμοποιείται προς χαρακτηρισμό οποιασδήποτε εκ δηλούμενης αντίδρασης ανεξαρτητοποίησης επί οργανωμένης δράσης ή κατεύθυνσης π.χ. “σήκωσε μπαϊράκι” ή “σήκωσε δικό του μπαϊράκι“, (ως απόηχος του 21, επειδή τα μπαϊράκια τα κατείχαν οργανωμένες μεν, αλλά ανεξάρτητες μεταξύ τους ένοπλες ομάδες, το δε ρήμα “σήκωσε” λέγονταν με την έννοια της δημιουργίας νέας αντάρτικής ομάδας από κάποιον οπλαρχηγό, “καπετάνιο” τότε.)
Για τη μεταφορική έννοια της φράσης “σήκωσε μπαϊράκι” στη νεοελληνική, σε αρκετές περιπτώσεις αντικαθίσταται η τουρκική λέξη bayrak με την αντίστοιχη ιταλική bandiera που επίσης σημαίνει σημαία κι έτσι προκύπτει η φράση “σήκωσε μπαντιέρα”. Συνώνυμη επίσης είναι και η έκφραση: “κάνει του κεφαλιού του“.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου