Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2019

Έφυγε από τη ζωή...

Σαν σήμερα το 1972 

- ο Πατριάρχης του ρεμπέτικου τραγουδιού.. 
Ο Μάρκος Βαμβακάρης,
 το Συριανάκι (10 Μαΐου 1905 – 8 Φεβρουαρίου 1972) γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στην συνοικία Σκαλί της Απάνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια Καθολικών (Για το λόγο αυτό αργότερα απέκτησε και το παρατσούκλι «Φράγκος»).

 Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια.
 Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα ενώ πολλές φορές από μικρή ηλικία τον συνόδευε ο μικρός Μάρκος παίζοντας τουμπί (νησιώτικο τύμπανο) σε διάφορα πανηγύρια. 
 Σε ηλικία 12 ετών ο Βαμβακάρης έφυγε από τη Σύρο, αφού έριξε άθελά του ένα βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού και πήγε στον Πειραιά, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένεια του. 
Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα όπως λιμενεργάτης (φορτοεκφορτωτής, εργάτης γαιανθράκων, στα λεγόμενα καρβουνιάρικα), λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, και περίπου το 1925 ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία. 
 Εκείνη την εποχή ο Μάρκος Βαμβακάρης ερωτεύτηκε τρελά και παντρεύτηκε μια κοπέλα αμφιβόλου ηθικής που την έλεγαν Ζιγκοάλα που ήταν πόρνη στο επάγγελμα. 
Τότε έμαθε μπουζούκι και άρχισε να γράφει τραγούδια, εντυπωσιάζοντας με την ταχύτητα που έμαθε το όργανο αυτό και με την ικανότητά του, την ευρηματική πενιά του, τη δεξιοτεχνία του και την καταπληκτική στιχογραφία του.
 Συμμετείχε μαζί με το Γιώργο Μπάτη, το Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε 
«Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς».
 Το 1933 με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη o Μάρκος Βαμβακάρης κυκλοφόρησε την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι»
 («Να ‘ρχόσουνα ρε μάγκα μου») ερμηνεύοντάς το ο ίδιος παρ΄ όλο που είχε σοβαρές επιφυλάξεις για την ποιότητα της φωνής του.
 Η περίοδος λίγο πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερή του. Μεταξύ άλλων το 1935 γράφει και ηχογραφεί τη «Φραγκοσυριανή», το γνωστότερο ίσως τραγούδι του, το οποίο όμως έγινε επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. 
 Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού: 
“Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. 
Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. 
Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί. 
Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος.
 Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες.
 Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. 
Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. 
Τα μάτια της ήταν μαύρα. 
Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν….. 
 Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
 Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά Λες και μάγια μου΄χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά… 
 Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ‘ αυτήν μιλάει το τραγούδι. 
Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή.”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου