Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023

Η ζωή μας :

Σε παύση φαίνεται..!!

 Και αφορά στο πέρασμα σε μια

 άλλη εποχή..

Που κατανοείται ως μια επανεκκίνηση και ανασυγκρότηση των κοινωνιών.!!

Το Μάρτη του 2020, ένα μήνα μετά την εμφάνιση του ιού SARS-CoV-2 στην Ελλάδα, επιβλήθηκε από την κυβέρνηση αυστηρή καραντίνα (lockdown), κατά τη διάρκεια της οποίας επιτρεπόταν η μετακίνηση για συγκεκριμένους λόγους και σκοπούς, ενώ απαγορευόταν κάθε είδους δραστηριότητα που περιλάμβανε τη συναναστροφή με άλλους.

 Το Νοέμβριο του 2020, έξι μήνες μετά τη λήξη της πρώτης καραντίνας, λόγω αύξησης των κρουσμάτων όπως αναφέρουν πολιτικοί και ιατρικοί λόγοι, επιβάλλεται ξανά περιορισμός κυκλοφορίας και απαγόρευση κοινωνικών συνευρέσεων.

 Ήδη κατά την πρώτη φάση, επιστήμονες από όλο τον κόσμο ξεκίνησαν να διερευνούν τις επιπτώσεις του εγκλεισμού -ψυχολογικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές κ.ο.κ.-, ενώ και εμείς οι ίδιοι εισήλθαμε σε μια διαδικασία αυτοπαρατήρησης και καθημερινής αξιολόγησης της ζωής και του εαυτού μας. Ακούστηκαν γνώμες και γράφηκαν άρθρα για το πως ακόμα και κατά τη διάρκεια της κατάστασης αυτής μπορούμε να γίνουμε δημιουργικοί, πόσο ωφέλιμος είναι ο εγκλεισμός για τον πλανήτη, για τις σχέσεις των γονέων με τα παιδιά τους, για την εύρεση εσωτερικής ηρεμίας, αλλά και πως εκμεταλλευόμενοι, ή για να τεθεί σαφέστερα, αξιοποιώντας παραγωγικά το διαθέσιμό χρόνο μας, μπορούμε να καλλιεργήσουμε τους εαυτούς μας. Από την άλλη πλευρά, υπήρξαν και εκείνοι, που μάλλον σε προσωπικό επίπεδο, εκμυστηρεύτηκαν τους εφιάλτες που έβλεπαν σχεδόν κάθε βράδυ, μίλησαν για τις φοβίες τους που ξύπνησαν ή που ανακάλυψαν ότι έχουν, βρήκαν παρηγοριά σε εθισμούς και πέρασαν βράδια άυπνοι φοβούμενοι για το τι θα φέρει η επόμενη μέρα.

            Συγκρούσεις εσωτερικές και κοινωνικές, αντιφάσεις και δίπολα αποτελούν χαρακτηριστικά του διαστήματος εκείνου που άλλοι το ονομάζουν εγκλεισμό, άλλοι καραντίνα και άλλοι lockdown, προσδίδοντας στην κάθε λέξη τη δική της βαρύτητα. Πρόκειται για ένα διάστημα νεκρό, κατά το οποίο η ζωή φαίνεται να μπαίνει σε παύση. Διερωτάται όμως κανείς, πως η ζωή μπαίνει σε παύση αφού συνεχίζουμε να ζούμε και έχουμε όλες εκείνες τις δυνατότητες να αξιοποιήσουμε τον άπλετο ελεύθερο χρόνο μας; Διατρέχοντας την κοινωνιολογική βιβλιογραφία μπορεί κάποιος να παρατηρήσει ότι μεγάλοι κοινωνιολόγοι εύστοχα είχαν παρατηρήσει ήδη για τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 ότι ο κόσμος βρισκόταν σε αλλαγή˙ μια αλλαγή που έφερε ανάπτυξη, ταχύτητα, τεχνολογία, εφευρετικότητα και η κοινωνία από τότε μπήκε σε μια τροχιά ραγδαίων, όπως αναφέρει ο Giddens (2002), αλλαγών. Τα άτομα της μετανεωτερικότητας, όπως χαρακτηρίζεται η εποχή εκείνη αλλά και η εποχή που ζούμε σήμερα, έμαθαν να τρέχουν, να αγωνίζονται τόσο για την προσωπική τους ανέλιξη και εξέλιξη όσο και για κοινούς σκοπούς, έμαθαν να διεκδικούν δικαιώματα και να χειραφετούνται, αναπτύσσοντας, και τα δύο φύλα, μηχανισμούς προφύλαξης από έναν κόσμο που παρ’ όλα αυτά ήταν σκληρός˙ τα άτομα της εποχής αυτής χαρακτηρίζονται από ναρκισσισμό και εγωκεντρικότητα, στοιχεία που γίνονται αντιληπτά ως απόρροια της σύγχρονης κοινωνίας (βλ. Lasch, 1999, 2006). 

Ταυτόχρονα, ο ελεύθερος χρόνος αποτελούσε, τουλάχιστον μέχρι και πριν την πανδημία, σημείο αδύναμο αλλά και δυσεύρετο. Το να έχει κάποιος ελεύθερο χρόνο σήμαινε τεμπελιά, α(ν)εργία και εν γένει μη παραγωγικότητα.  

            Η στροφή προς τον εσωτερικό κόσμο, η απόδοση αξίας στην ύλη, η καλλιέργεια και εσωτερίκευση εννοιολογικών σχημάτων που συγκροτούσαν και επικροτούσαν τη δυναμικότητα, ήταν κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εποχής. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι όλες εκείνες τις δεκαετίες συγκροτούνται υποκείμενα και συστήματα γνώσης που προσφέρουν στα άτομα της σύγχρονης εποχής την αίσθηση του άτρωτου, ενώ ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε και ο Θεός του Καζαντζάκη φαίνεται να αποτελούσαν όπλα απέναντι σε κάθε απειλή. Παρ’ όλα αυτά, διάσημες μελέτες έκαναν λόγο για τον πολιτισμό ως πηγή δυστυχίας (Freud, 2011), την μετατροπή των κοινωνικών προβλημάτων σε προσωπικά ψυχολογικά (Beck, 2015) και έναν κόσμο που δημιουργεί φόβο (Bauman, 2007) και βιώνεται ως τυραννία (Sennett, 1999)˙ ήταν οι μελέτες αυτές που υποδείκνυαν ότι ο σύγχρονος άνθρωπος, εντός της κοινωνίας της ρευστότητας (Bauman, 2009), είναι τρωτός και η ψυχοσύνθεση του εξαρτάται, σχεδόν δημιουργώντας μια ντετερμινιστική σχέση, από τον κόσμο γύρω του.

            Στην εποχή της πανδημίας και του εγκλεισμού διερωτόμαστε για τα κεκτημένα της προηγούμενης εποχής και τα διακυβεύματα του σήμερα. Στρεφόμενοι απέναντι και ενάντια σε έναν ιό, ο οποίος παρομοιάζεται με σφαίρες και ανακαλεί στη συλλογική μνήμη τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργεί στη μνήμη αυτή σχήματα πολέμου και φόβου, βιώνουμε εσωτερικές και παγκόσμιες ανακατατάξεις. Διαπραγματευόμαστε καθημερινά με τους εαυτούς μας και αναζητούμε όσα νομίζαμε ότι είχαμε βρει, ενώ επαναπροσδιορίζουμε αξιακά σχήματα, μετατοπίζοντας παράλληλα τα ενδιαφέροντα μας σε νέα δεδομένα. Πια, η ζωή βρίσκεται σε παύση.

            Διαπιστώνονται σημαντικές μεταβολές οι οποίες κατανοούνται και ως δίπολα: εργασία-ελεύθερος χρόνος, ζωή σε τάξη-εσωτερική αταξία, μοντέλα ευτυχίας-εφιάλτες, ανάπτυξη-καθυστερήσεις. Παρ’ ότι σπουδαίοι επιστήμονες όπως η Haraway (2014) καταρρίπτουν κάθε εναπομείναν διπολισμό, η περίπτωση του εγκλεισμού δείχνει ότι τα δίπολα της καθημερινότητας είναι ακόμα παρόντα. Ενδεχομένως να πρόκειται και για τις τελευταίες αντιφάσεις πριν τον ερχομό μιας νέας τάξης πραγμάτων, ωστόσο, η παύση στις ζωές μας υπογραμμίζει κάθε μια από αυτές.

            Από την ενεργητικότητα και τη δυναμικότητα της καθημερινότητας περνάμε σε μια κατάσταση αναμονής. Καθημερινές πρακτικές όπως η ενδυμασία ή η μετακίνηση με τα μέσα μεταφοράς, για πολλούς αλλάζουν. Η εργασία μετατρέπεται σε ανεργία, η αναζήτηση εργασίας σχεδόν σταματά αφού οι θέσεις λιγοστεύουν, τα ρούχα κρέμονται στις ντουλάπες και τα συνέδρια χάνουν τη γοητεία τους˙ η συνεδριακή αίθουσα δεν μυρίζει πια καφέ, στο διάλλειμα δεν πραγματοποιούνται δημόσιες σχέσεις, οι συνάδελφοι δεν απολαμβάνουν ομαδικά ταξίδια και η ανυπομονησία για το πως θα ντυθούμε προκειμένου να τηρούμε όλες τις προδιαγραφές τέτοιων κοινωνικών εκδηλώσεων, αντικαθίσταται με ανιαρότητα.

            Ταξίδια που στοχεύαμε να κάνουμε, μέρη που επιθυμούσαμε να επισκεφθούμε, ανθρώπους που περιμέναμε να συναντήσουμε, έρωτες που αδημονούσαμε να γνωρίσουμε, φιλίες που θέλαμε να δημιουργήσουμε, οφείλουν να περιμένουν. Όμως οφείλουν να περιμένουν και εκείνοι που ενδεχομένως ο χρόνος τους να μετρά αντίστροφα ή εκείνοι που είχαν μια τελευταία ευκαιρία να δουν άλλους τόπους και «άγνωστους» πολιτισμούς. Όλη αυτή η παύση, η αναμονή, έρχεται σε αντίθεση με όσα οι θεσμικοί μηχανισμοί και οι κοινωνικές διαδικασίες καλλιεργούσαν τον προηγούμενο καιρό, τα προηγούμενα χρόνια, τις περασμένες δεκαετίες. Ο χρόνος και ο χώρος που εκ-μηδενίζονταν τώρα πια δεν αφορούν στα ταξίδια, αλλά περιορίζονται στο διαδίκτυο. Για την ακρίβεια, τα ταξίδια γίνονται επικίνδυνα και όσοι τα πραγματοποιούν στα μάτια των άλλων φαίνονται υπεύθυνοι για τη διασπορά του ιού και το θάνατο των «αθώων». Αντίθετα, το διαδίκτυο διαφαίνεται ως η μοναδική σωτηρία και η ουσιαστική λύση σε προβλήματα καίρια.

            Το ζήτημα, ωστόσο, στην παρούσα συζήτηση δεν είναι το κατά πόσον το διαδίκτυο συγκροτεί τη νέα πραγματικότητα καλώντας στον επαναπροσδιορισμό εννοιών, εμπειριών και συνθηκών, αλλά οι εσωτερικές συγκρούσεις που μεταφράζονται σε ψυχολογικά προβλήματα και οι οποίες φαίνεται να προκαλούνται από την τρέχουσα υγειονομική κατάσταση και τους διαφορετικούς λόγους που την ερμηνεύουν και της προσδίδουν σύμβολα, σημασίες και νοήματα. Η ζωή, λοιπόν, σε παύση αφορά σε μια κατάσταση αντίθετη με την κατάσταση που γνωρίζαμε πριν την πανδημία και ενώ θα μπορούσαμε να συζητάμε για μια -νέα- κανονικότητα, εντούτοις την προσοχή μας τραβά ο αποπροσανατολισμός, οι εντάσεις και οι αλλαγές που βιώνουν τα άτομα στην καθημερινότητά τους. Η ζωή σε παύση φαίνεται να αφορά στο πέρασμα σε μια άλλη εποχή, σε ένα διάστημα μεταξύ του παλιού και του νέου, κατά το οποίο κάθε προηγούμενο κεκτημένο είναι έτοιμο να περάσει στην λήθη, ενώ οι συμμείξεις των διαφορετικών λόγων και επιστημολογικών ρευμάτων διαφαίνονται ως οι περισσότερο κατάλληλες προκειμένου να κατανοήσουμε τη σημερινή πολυπλοκότητα.

              Στο μεσοδιάστημα αυτό, οι ηλικιωμένοι, δηλαδή οι εναπομείναντες της παλιάς εποχής, οι διασώστες της παράδοσης, απειλούνται κατά κόρον και όσοι δεν απειλούνται τουλάχιστον άμεσα, ξεκινούν να αναγνωρίζουν ότι οι δυνατότητες τους περιορίζονται σημαντικά, τόσο σωματικά όσο και κοινωνικά˙ η έννοια του γήρατος λαμβάνει νέα νοήματα ή μάλλον μας υπενθυμίζει ότι ποτέ δεν απεγκλωβίστηκε από τα νοήματα που του αποδόθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες, εκείνα που κρατούν τους ηλικιωμένους δέσμιους ενός άκρατου βιολογισμού. Ταυτόχρονα, οι μη ηλικιωμένοι, όλοι όσοι ανήκουν στην ηλικία ανάμεσα στα 30 και στα 50, χάνουν σταδιακά όσα είχαν κερδίσει, όσα τους είχαν δοθεί ή όσα νόμιζαν ότι θα γίνουν δικά τους. Η γενιά που βίωσε την οικονομική κρίση, που γέμισε ανασφάλεια και που παρ’ όλες τις ανέσεις που της χαρίστηκαν, δεν έχει καταφέρει ακόμα να μάθει τι σημαίνει εργασιακή επιτυχία, παρά ελαχίστων εξαιρέσεων, σήμερα καλείται, ως μέρος της συλλογικής ευθύνης, να μπει στην αναμονή. Η αναμονή αυτή σημαίνει περιορίζομαι σωματικά, χωροχρονικά, συναισθηματικά, κοινωνικά. Οι απαιτήσεις δεν ξεπερνούν τα όρια των ικανοτήτων των ατόμων αυτών, αλλά έρχονται σε πλήρη αντίθεση, δημιουργώντας ισχυρά δίπολα, με όσα τα άτομα αυτά διδάχθηκαν ήδη από την πρώιμη παιδική ηλικία.

            Σώμα και μυαλό βιώνονται ως εμπόδια γιατί ο αόρατος εχθρός απειλεί με θάνατο και η πολιτική της ελπίδας (για περισσότερα σε σχέση με την πολιτική της ελπίδας, βλ. Καντσά, 2017˙ Herbrand & Dimond, 2018) θέτει όρια, προϋποθέσεις και κανόνες. Η ελπίδα, στην τρέχουσα συνθήκη, έχει αντάλλαγμα και το μέλλον που προεικονίζει σχεδόν δεν έχει κοινά σημεία με το παρόν. Για την ακρίβεια, το μέλλον φαίνεται να διαφοροποιείται από κάθε γνωστό παρόν και παρελθόν. Στο πλαίσιο αυτό η ρευστότητα και η αβεβαιότητα, όπως τις γνωρίζαμε πριν την πανδημία, διαφαίνονται ελλιπείς εννοιολογικά προκειμένου να περιγράψουν αυτό που σήμερα υφέρπει. Από τη μια πλευρά ο πολιτικός και ο ιατρικός λόγος, αδιαχώριστοι πια, υπόσχονται για ένα εμβόλιο που θα σώσει κάθε έναν από εμάς. Από την άλλη πλευρά, για την χρήση του εμβολίου αυτού απαιτείται μια υπευθυνότητα, την οποία αν και κανείς δεν οφείλει να γνωρίζει, επιβάλλεται με τέτοιο τρόπο που τη μαθαίνει σαν να την είχε έμφυτη. Ταυτόχρονα, ούτε ο πολιτικός ούτε ο ιατρικός λόγος εγγυώνται ότι το μέλλον θα είναι απαλλαγμένο από τον «φονικό ιό».       Έτσι, καλλιεργείται μια υπόσχεση για ένα μέλλον αποσυνδεδεμένο από το εκάστοτε παρόν και παρελθόν˙ μια υπόσχεση για την οποία, άλλοτε αυτοβούλως και άλλοτε ως αποτέλεσμα επιβολών, θυσιάζουμε τα γνώριμα, τα οικεία, όσα μέχρι πρότινος μας ανατροφοδοτούσαν.

            Ο χρόνος, όπως και ο χώρος, σχετικοποιούνται σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν προκαλεί αταξία στον εσωτερικό κόσμο των ατόμων και η εξέλιξη όπως νοηματοδοτείται κοινωνικά, αλλά και βιολογικά, ανακόπτεται. Το παρόν μπαίνει σε παύση, το μέλλον αποφεύγεται να σχεδιαστεί και το παρελθόν καταγράφεται στη συλλογική και ατομική μνήμη ως μια εμπόλεμη κατάσταση, ένα μεσοδιάστημα ανάμεσα στο πριν και στο μετά, ως η παύση στις ζωές όλων μας. Όμως, όπως το σώμα αποτελεί τόπο κοινωνικών νοημάτων και συμβόλων (βλ. Πουρκός, 2017) πάνω στο οποίο καταγράφεται κάθε παρόν, έτσι συνεχίζει να φέρει πάνω του τα νοήματα του παρελθόντος, τις ιστορίες των ατόμων αλλά και τις κοινωνικές απαιτήσεις, οδηγώντας μας στο αρχικό ερώτημα, δηλαδή, πως η ζωή μπαίνει σε παύση αφού συνεχίζουμε να ζούμε και έχουμε όλες εκείνες τις δυνατότητες να αξιοποιήσουμε τον άπλετο ελεύθερο χρόνο μας. Η απάντηση που μπορεί να δοθεί δεν είναι κάθετη.

            Κατά τη διάρκεια, λοιπόν, της παύσης, βιολογικά συνεχίζουμε να ζούμε, να αναπνέουμε, να μεγαλώνουμε, κοινωνικά όμως, ενδεχομένως και ψυχολογικά, παραμένουμε σταθεροί σε ένα σημείο βιώνοντας αντίρροπες δυνάμεις˙ γινόμαστε το παιδί στον κύκλο με την κιμωλία του Μπρέχτ, το οποίο οι δυο μανάδες τραβούν, πότε δεξιά και πότε αριστερά. Βιολογικά και κοινωνικά νοήματα διαπλέκονται συμφυρματικά, υποδεικνύοντας την ανατολή μιας νέας εποχής. Ωστόσο εμείς, προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε τα διαφορετικά νοήματα, υπευθυνοποιώντας τους εαυτούς μας για την υγεία των άλλων, προσπαθώντας να ισορροπήσουμε ανάμεσα σε  μια καριέρα για την οποία μας προετοίμασαν και την συνεχόμενη ανεργία, ανάμεσα σε μια ζωή που φεύγει και ένα μέλλον κάθε συζήτηση γύρω από το οποίο δημιουργεί μυστήριο, ανάμεσα σε έναν κόσμο που αλλάζει και σε έναν κόσμο που επιθυμούμε να παραμείνει ίδιος, αποπροσανατολιζόμαστε σχεδόν σαν να βιώνουμε ιλίγγους.

            Βρισκόμαστε σε μια λαίλαπα δεχόμενοι χτυπήματα από όλα όσα στροβιλίζουν στον αέρα μαζί μας, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να αντιδράσουμε. Νιώθουμε μουδιασμένοι μέσα στην παύση˙ έχουμε μπει σε καταστολή. Η παύση των ζωών μας όπως συζητείται εδώ, ομοιάζει με την καταστολή˙ σίγουρα πηγάζει από αυτήν και την τροφοδοτεί. Ο λόγος δεν μπορεί να απομακρυνθεί για πολύ από τα συστήματα ελέγχου, τα οποία αν και χρησιμοποιήθηκαν και σε προηγούμενες πανδημίες αποδεικνύοντας τις θετικές επιπτώσεις που επιφέρουν, διασώζοντας την ανθρωπότητα, σήμερα διαφαίνονται πιο απειλητικά από ποτέ. Αυτή η μορφή απειλής, ωστόσο, ενέχει δύο βασικές παραμέτρους˙ από τη μια πλευρά απειλεί το σώμα άμεσα και από την άλλη πλευρά απειλεί έμμεσα τις λοιπές διαστάσεις της ζωής μας καλλιεργώντας φόβο, ανασφάλεια και αδιέξοδα˙ απειλείται η εργασία, η οικονομία, οι σχέσεις, ο εαυτός μας.

            Μπροστά, επομένως, στην άμεση απειλή του θανάτου και των έμμεσων επιπτώσεων της παγκόσμιας αυτής τραγωδίας, τα άτομα αναζητούν σταθερά σημεία αναφοράς τα οποία μέρα με τη μέρα χάνονται, ενώ η αναζήτηση νέων ή η διατήρηση των υφιστάμενων, αναβάλλεται. Βρισκόμαστε σε ένα είδος καταστολής πρωτοφανές. Για πρώτη φορά ο κόσμος βιώνει ταυτόχρονα, έντονα και εμφανώς τα διαφορετικά συστήματα ελέγχου: ο πολιτικός λόγος επιβάλλει την υπό συγκεκριμένες ώρες και προϋποθέσεις δραστηριότητα, τα πρόστιμα σε περίπτωση παραβίασης των όρων, την ταυτοποίηση, ενώ ο ιατρικός λόγος επιβάλλει την ορθότητα των παραπάνω, την καταστολή, προειδοποιώντας για τις ανεπανόρθωτες συνέπειες ενδεχόμενων αντίθετων πρακτικών˙ ο μεν ιατρικός λόγος προειδοποιεί και ελέγχει, ο  δε πολιτικός λόγος εκτελεί, και το σύγχρονο Πανοπτικόν αναδύεται μέσα από τις τρέχουσες κοινωνικό-ιατρικό-πολιτικές συνθήκες.

            Εντός, λοιπόν, αυτού του Πανοπτικού τα σύγχρονα υποκείμενα αποδομούνται καθώς όχι μόνο οι καθημερινές πρακτικές μπαίνουν στην παύση, αλλά και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις. Η εργασία, στην περίπτωση αυτή, δεν αφορά μόνο στον τρόπο που μάθαμε να ζούμε ως τώρα, αλλά και σε ένα δικαίωμα και σε μια υποχρέωση που καταστρατηγείται. Η υγεία, όπως περιγράφεται από τον Π.Ο.Υ., δεν αφορά μόνο στην περίπτωση αποφυγής λοίμωξης από τον Covid-19, αλλά και σε περιπτώσεις χειρουργείων που αναβάλλονται, καθώς και στην ψυχολογική και κοινωνική διάσταση του όρου αυτού. Η εκπαίδευση, παρ’ ότι φαίνεται απλώς να λαμβάνει άλλη μορφή, σταματά να υφίσταται ως δικαίωμα για όλους, καθώς μην ξεχνούμε αφενός ότι το τεχνολογικό υπόβαθρο δεν είναι ίδιο σε όλες τις περιφέρειες, νομούς και δήμους της Ελλάδας, αφετέρου ότι πρόσβαση στην τεχνολογία δεν έχουν πολλά παιδιά που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.

Από τη συζήτηση δεν μπορεί να παραλειφθεί η κοινωνικοποίηση ατόμων κάθε ηλικίας˙ από τη μια πλευρά η έλλειψη ή και η απουσία κοινωνικοποίησης χαρακτηριζόταν ως παθολογία (για περισσότερα βλ. Ehrenberg, 2013) και από την άλλη σήμερα, μας ζητείται η πλήρης απομόνωση, η αποφυγή των άλλων και η άλλοτε παθολογία ξεκινά να μετατρέπεται σε «κανονικότητα». Η κοινωνική αποστασιοποίηση ή αλλιώς social distancing κάποτε ερμηνευόταν ως απόρροια μιας παθολογικής κατάστασης που σίγουρα έχρηζε συμβουλευτικής και ενίοτε φαρμακευτικής αγωγής. Σήμερα, ερμηνεύεται ως «σωστός» τρόπος συμπεριφοράς και σταδιακά θα αφορά σε μια ενσώματη εμπειρία: ο άλλος οφείλει να κρατά συγκεκριμένες αποστάσεις και το σώμα το δικό μας οφείλουμε να το ελέγχουμε σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην πλησιάζει τον «επικίνδυνο» άλλο. Μια ακόμα αντίφαση αναδύεται και η παύση εδώ δεν αφορά στις σχέσεις, καθώς αυτές συνεχίζουν να υφίστανται, αλλά στον τρόπο με τον οποίο το σώμα σταματά απέναντι στον άλλο˙ σταματά πριν το χαιρετισμό, σταματά πριν τους ένθερμους εναγκαλισμούς, σταματά πριν τη χειραψία, κρατώντας τις από-στάσεις. Διαπιστώνεται η συγκρότηση των υποκειμένων σε νέες βάσεις.

            Παρ’ ότι, όμως, το υποκείμενο εντός του πλαισίου της πανδημίας φαίνεται να χρήζει περαιτέρω εννοιολογικών διαπραγματεύσεων και οι ζωές μας φαίνεται να έχουν μπει σε παύση στερώντας κάθε γνωστό τρόπο ερμηνείας της πραγματικότητάς μας, καθιστώντας άλλοτε «κανονικότητες» σε παθολογίες και το αντίστροφο, στο τέλος του δρόμου διαφαίνονται σημεία που σίγουρα θα τραβήξουν την προσοχή μας και θα ανοίξουν ένα πολυετή διεπιστημονικό διάλογο. Η παύση αυτή τελικά φαίνεται να κατανοείται ως μια επανεκκίνηση και ανασυγκρότηση των κοινωνιών, των ατόμων, των σωμάτων. Μιλώντας για τις κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα χρήσιμη φαίνεται να είναι η προσέγγιση της Haraway (ibid.), η οποία ξεπερνά τους σημαντικότερους διπολισμούς (π.χ. φύση-πολιτισμός, άνθρωπος-ζώο) και θέτει το πλαίσιο για συζητήσεις όχι οφέλους και κόστους, αλλά εναρμόνισης και ενότητας, υποδεικνύοντας ότι το μέλλον δεν είναι μυστήριο, αρκεί η αντίσταση που θα φέρουμε σε αυτό να περιορίζεται στις βλαπτικές συνέπειες των παροντικών πρακτικών μας.

Πηγή: Βαλασάκη Μαρία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου