Της Δημοκρατικής Παράταξης..!!
Του Κινήματος Αλλαγής έχει παραδοσιακό αντίπαλο τη δεξιά.
Όπως αυτή εκφράζεται διαχρονικά
από τη ΝΔ.
Ανάμεσα στη δημοκρατική παράταξη
και τη συντηρητική παράταξη ξεπήδησε
ένα ευκαιριακό και ετερόκλιτο πολιτικό μόρφωμα ο ΣΥΡΙΖΑ,
που ισοπέδωσε παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές και χάραξε νέες, που όμως ήταν ανιστόρητες και απολίτικες.
Ακόμη το πολιτικό σύστημα στηρίζεται πάνω σε αυτές τις τεχνητές διαχωριστικές γραμμές, που όμως πλέον βολεύουν μόνο τον ένα πόλο του αντιμνημονιακού μύθου, τη ΝΔ.
Η προτροπή για προοδευτικά μέτωπα, συμμαχίες και λοιπά κουραφέξαλα δεν εκπορεύονται από μία γνήσια αγωνία “να φύγει η Δεξιά”.
Περισσότερο εκφράζουν την αγωνία του Τσίπρα να φύγει από το παρελθόν του, το οποίο είναι αναγκασμένος να υπερασπιστεί ως πρώην πρωθυπουργός.
Ο Τσίπρας αναζητά ένα νέο αφήγημα για να ξεχάσουμε την περίοδο της διακυβέρνησής του, ή τουλάχιστον να ξεχάσουμε τα σκοτεινά της σημεία (που δεν είναι και λίγα) και να κρατήσει τα θετικά που εκείνος νομίζει ότι πέτυχε.
Τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ θα τους κερδίσουμε εμείς, η Δημοκρατική Παράταξη.
Τηλεοπτικό σποτ, Πάνος Καμμένος, Νίκος Παππάς. Από το Σάββατο μέχρι σήμερα έχουν σκάσει στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ τρεις υποθέσεις δηλωτικές του ύφους του ως αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και του ήθους του ως διακυβέρνησης 4,5 ετών.
Έχουν γραφτεί και θα γραφτούν πολλά για καθεμία υπόθεση ξεχωριστά.
Ειδικά για τις δύο τελευταίες, βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή, με το τέλος να είναι άδηλο.
Προφανώς και δεν είμαστε σε θέση (πλην των άμεσα εμπλεκομένων) να μετρήσουμε τους σκελετούς που κρύβει στη ντουλάπα του η περίοδος διακυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου.
Μόνο πολιτικά συμπεράσματα μπορεί κανείς να εξάγει, όπως για παράδειγμα ότι ο Παπαγγελόπουλος παρέμεινε Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, μολονότι πέρασαν από το Υπουργείο τρεις υπουργοί (Παρασκευόπουλος, Κοντονής, Καλογήρου).
Όπως επίσης ότι ο Καμμένος ήταν μαζί με τον Κοτζιά οι μακροβιότεροι υπουργοί της περιόδου 2015–2019 (με τους δύο να αλληλοκατηγορούνται σε υπουργικό συμβούλιο για μυστικά κονδύλια στην Συμφωνία των Πρεσπών).
Ας συνυπολογιστεί και η αξιοποίηση της πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου ως προϊσταμένης του Νομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, της υπηρεσιακής πρωθυπουργού του καλοκαιριού του 2015, το ίδιο καλοκαίρι που προήχθη σε πρόεδρο του Αρείου Πάγου.
Σκοπός δεν είναι να αναδειχθεί το πόσο διεφθαρμένη ήταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ή να αποκαλυφθούν τυχόν συμφωνίες για τον έλεγχο των “αρμών της εξουσίας”.
Αυτό είναι για τη δημοσιογραφία και τη δικαιοσύνη και ο γράφων δεν είναι ούτε δημοσιογράφος, ούτε δικαστής. Ο σκοπός είναι να αναδειχθούν τρία πράγματα: Πρώτον, ότι ο ίδιος ο Τσίπρας έχει την αγωνία να αφήσει στη λήθη την περίοδο της διακυβέρνησής του. Δεύτερον, ότι αυτή ακριβώς η περίοδος είναι μία υπόθεση αποκλειστικά του ΣΥΡΙΖΑ και των όσων κυβέρνησαν. Και τρίτον, ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα εξαφανιστούν από ένα δημοσίευμα εφημερίδας, ούτε καν από μία ακόμη εκλογική ήττα από τη ΝΔ.
Ως προς το πρώτο, είναι πρόδηλο ότι αν ο Τσίπρας είχε στα χέρια του έναν διαγραφέα μνήμης για την διακυβέρνηση του θα το έκανε χωρίς δυσκολία. Όπως γρήγορα θέλησε να ξεπετάξει τον Βαρουφάκη, τον Λαφαζάνη και την Ζωή Κωνσταντοπούλου του πρώτου εξαμήνου του 2015, άλλο τόσο θέλει τώρα να ξεπετάξει τον Καμμένο και με όποιο άλλο συμμάχησε για να κυβερνήσει από τον Σεπτέμβριο του 2015 έως τον Ιούλιο του 2019. Η προτροπή για προοδευτικά μέτωπα, συμμαχίες και λοιπά κουραφέξαλα δεν εκπορεύονται από μία γνήσια αγωνία “να φύγει η Δεξιά”. Περισσότερο εκφράζουν την αγωνία του Τσίπρα να φύγει από το παρελθόν του, το οποίο είναι αναγκασμένος να υπερασπιστεί ως πρώην πρωθυπουργός. Ο Τσίπρας αναζητά ένα νέο αφήγημα για να ξεχάσουμε την περίοδο της διακυβέρνησής του, ή τουλάχιστον να ξεχάσουμε τα σκοτεινά της σημεία (που δεν είναι και λίγα) και να κρατήσει τα θετικά που εκείνος νομίζει ότι πέτυχε. Είναι κομβικής σημασίας για τον ίδιο να πείσει ότι ήταν μία καλή κυβέρνηση, για να μπορέσει να τη διεκδικήσει και πάλι. Γνωρίζει μάλλον πολύ καλά ότι, αν η περίοδος 2015–2019 καταδικαστεί στη συνείδηση των Ελλήνων πολιτών, τότε κόβεται και ο δρόμος επανόδου στην εξουσία που σημαίνει το πολιτικό τέλος του ίδιου και του κόμματός του.
Ως προς το δεύτερο, αγοράζοντας συνεργασία με τον Τσίπρα, σε οποιοδήποτε επίπεδο, αγοράζεις και την περίοδο της διακυβέρνησής του, με την υποχρέωση χονδροειδούς υπεράσπισης ακόμη και επιλογών που ακόμη και οι παλιοί Συριζαίοι ντρέπονται να το κάνουν. Από το διχαστικό δημοψήφισμα του 2015, μέχρι το ισοπεδωτικό τηλεοπτικό σποτ του “Μωυσή” το 2020 συμμαχία και συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει αποδοχή και υποταγή στο πρόσωπο του Τσίπρα και των προσώπων που περιτριγυρίζουν τον Τσίπρα. Σιγά σιγά εμπεδώνεται η άποψη ότι τελικά το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι το ίδιο το πρόσωπο του πρώην πρωθυπουργού, από το οποίο όμως δεν μπορεί να απαλλαγεί, διότι πολύ απλά αν το κάνει θα εξαφανιστεί και ο ίδιος. Μπορεί ο Τσίπρας να μην πέτυχε να ελέγξει τους αρμούς της εξουσίας, αυτό το κατάφερε όμως στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Χιλιοειπωμένα αυτά θα πει κανείς και δεν έχει άδικο. Με μία μικρή διαφορά:
Ο Τσίπρας χρειάζεται την εισροή νέων “πιστών”, οι οποίοι είχαν μηδαμινή ή ελάχιστη σχέση με την περίοδο της πρωθυπουργίας του.
Θέλει νέους ψάλτες που θα ψέλλουν καθημερινά το αφήγημά του, υποκαθιστώντας στελέχη με τα οποία πορεύτηκε μέχρι σήμερα και γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Ας μην ξεχνάμε κάτι:
Ο Τσίπρας είναι αρχηγός κόμματος εδώ
και 12 χρόνια, κυβέρνησε τα 4,5 και αισίως πλησιάζει τα 4 χρόνια ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αυτό σημαίνει ότι οι μέθοδοι και οι πρακτικές του είναι γνωστές στο κόμμα του, όχι όμως και σε εκείνους που προσπαθεί να ξεγελάσει, πετώντας πάνω τους το “φούμο” της διακυβέρνησής του.
Δεν αφορούν επομένως κανέναν οι μέρες διακυβέρνησής του παρά μόνο τα στελέχη και τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. Ας τα βγάλουν πέρα μοναχοί τους.
Ως προς το τρίτο, η ΝΔ κέρδισε τον
ΣΥΡΙΖΑ για τον εαυτό της τον Ιούλιο του 2019. Κατέχει την εξουσία αυτοδύναμα και δημιουργεί συνθήκες πολιτικής ηγεμονίας για τον εαυτό της. Ας μην υπάρχουν αυταπάτες: Δεν νοιάζεται να αποκτήσει η χώρα σοβαρή αξιωματική αντιπολίτευση, γι αυτό και θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Τσίπρα αξιωματική αντιπολίτευση. Πόσο μάλλον δεν έχει καμία σχέση με την ανασυγκρότηση της δημοκρατικής παράταξης, για ποιο λόγο άραγε; Κάθε φορά που στελέχη της που “ταπώνουν” τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ κάνουν καλό στο κόμμα και το ακροατήριό τους, όχι στη δημοκρατική παράταξη. Αναπτύχθηκε τα προηγούμενα χρόνια μία θεωρία που έλεγε “η ΝΔ θα κερδίσει τον ΣΥΡΙΖΑ για μας και θα πάρουμε τη θέση του”, με αποτέλεσμα να υπάρχει πολλές φορές μία άκρατη επιδοκιμασία και αναπαραγωγή στελεχών της ΝΔ, ιδίως των πιο προβεβλημένων.
Ο Άδωνις Γεωργιάδης π.χ. δεν κάνει καλό στο Κίνημα Αλλαγής επειδή “σφυροκοπάει” τον Παππά ή τον κάθε Παππά. Καλό στον ίδιο κάνει και στο κόμμα του και στο δικό του ακροατήριο, με το οποίο δεν έχει σχέση ένας ψηφοφόρος της δημοκρατικής παράταξης.
Αν κάποιος π.χ. συμπαθεί πολιτικά βουλευτές και Υπουργούς της ΝΔ αναφαίρετο δικαίωμά του, αλλά δεν μπορεί να έχει ζωτικό λόγο και ρόλο για το παρόν και το μέλλον της δημοκρατικής παράταξης. Μπορεί κάλλιστα να ενταχθεί στη ΝΔ και να δώσει εκεί την πάλη των ιδεών, αλλά δεν μπορεί να έχει σχέση με τη δημοκρατική παράταξη, που είναι απέναντι τόσο στον Καραμανλή, όσο και τον Σαμαρά και τον Μητσοτάκη.
Η αναγκαστική συνύπαρξη στη συγκυβέρνηση του 2012–2015 και στο “Μένουμε Ευρώπη” του καλοκαιριού του Ιουλίου του 2015 δεν γεννά καμία περαιτέρω υποχρέωση πέρα από τη συγκυρία πάνω στην οποία δομήθηκε.
Όπως ήταν αστείο να βλέπουμε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να χτυπούν μόνο τη “σαμαρική” και τη “μητσοτακική” δεξιά, αφήνοντας απέξω την καραμανλική, άλλο τόσο αστείο είναι η υπεράσπιση/συμπάθεια στους Σαμαρά και Μητσοτάκη και το ανάθεμα μόνο στον Καραμανλή.
Ο χώρος της δημοκρατικής παράταξης, του ΠΑΣΟΚ και του Κινήματος Αλλαγής έχει ως παραδοσιακό αντίπαλο τη δεξιά, όπως αυτή εκφράζεται διαχρονικά από τη ΝΔ.
Ανάμεσα σε εκείνη και τη συντηρητική παράταξη ξεπήδησε ένα ευκαιριακό και ετερόκλιτο πολιτικό μόρφωμα, που ισοπέδωσε παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές και χάραξε νέες, που όμως ήταν ανιστόρητες και απολίτικες. Ακόμη το πολιτικό σύστημα στηρίζεται πάνω σε αυτές τις τεχνητές διαχωριστικές γραμμές, που όμως πλέον βολεύουν μόνο τον ένα πόλο του αντιμνημονιακού μύθου, τη ΝΔ.
Για να μπορέσει και πάλι η χώρα να αποκτήσει την αξιωματική αντιπολίτευση που της αξίζει, είναι μία υπόθεση αυστηρά πολιτική και προγραμματική, μία υποχρέωση της δικής μας παράταξης και όχι ένα “συμβόλαιο” που θα αναλάβει να εκτελέσει ένας τρίτος για μας.
Επίσης το να ποντάρει κανείς τις μάρκες του στον Τσίπρα για να κερδίσει τη Δεξιά, ο άνθρωπος που την έφερε αυτοδύναμη, συγκυβέρνησε μαζί της και στο κόμμα του έχει στελέχη της είναι πολιτικά φαιδρό.
Η προσπάθεια δεν είναι εύκολη, ούτε δίνεται με όρους ισοτιμίας.
Όμως είναι η μόνη μάχη που αξίζει να δοθεί, με τις δικές της δυνάμεις, με τα δικά της στελέχη, με τη δική της ιστορία, χωρίς έξωθεν σωτήρες.
Αυτό εξάλλου θα ήθελε και ο Ανδρέας...
Πηγή:Marinos Kostantinos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου